Kitabı oku: «Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε», sayfa 5
ΣΚΗΝΗ Γ'
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μόνη). Μεμιάς από τα λόγια [αυτού του ανθρώπου αισθάνομαι την ώρα που δεν πρέπει ν' αλλάζη η καρδιά μέσα μου. Τρομάζω! – Καθώς με γοργοφούσκωμα το κύμα πληθαίνοντας, τους βράχους κατακλύζει στον άμμο του γιαλού: έτσι μια πλημμύρα χαράς μέσα μου σκέπασε τα σπλάχνα. Το αδύνατο κρατούσα στην αγκάλη. Ήταν σαν ένα σύννεφο ν' απλώθη πάλι απαλά τριγύρω μου, κι απάνω με σήκωσε απ τη γης, κοιμίζοντάς με στον ύπνο εκείνον, που η καλή θεά μου είχε τυλίξει γύρω στο κεφάλι, σα μ' άδραξε το χέρι της και μ' έσωσε. – Τον αδερφό με ορμή η καρδιά είχε αρπάξει: Μόνο του φίλου του άκουγα το λόγο• να τους σώση η ψυχή ποθούσε μόνο. Κι ως με χαρά γυρνά την πλάτη ο ναύτης σ' ενός έρμου νησιού τους βράχους, έτσι πίσω άφηνα τους Ταύρους. Τώρα πάλι με ξυπνά του πιστού του αντρός ο λόγος, πως και δω αφήνω ανθρώπους μου θυμίζει. Διπλομίσητη μου είν' η απάτη. Μείνε ατάραχη ψυχή μου! Να διστάζης, να κλονίζεσαι αρχίζεις; Τη στεριά πρέπει ν' αφήσης της ερμιάς σου! Πάλι στο καράβι τα κύματα σε αρπάζουν και σε κυλούν δειλή και ζαλισμένη, δε νιώθεις τον εαυτό σου και τον κόσμο.
ΣΚΗΝΗ Δ'
Ιφιγένεια, Πυλάδης.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Πού είναι την; Με γοργά να της πω λόγια
του λυτρωμού μας το φαιδρό το νέο!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με βλέπεις, νοιαστική εδώ περιμένω
τη βέβαιη παρηγοριά που μου τάζεις.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Ο αδερφός σου γιατρεύτηκε! Τους βράχους και τον άμμο του ανάγιαστου γιαλού πατήσαμε φαιδρά μιλώντας. Δίχως να νιώσουμε περάσαμε το δάσος. Και λαμπρή και λαμπρότερη ολοένα έκαιε της νιότης η ώρια φλόγα γύρω στη σγουρή κεφαλή• θάρρος κ' ελπίδα του πύρωναν το μάτι, κ' η καρδιά του η ελεύτερη όλη δόθηκε στον πόθο τη σώτειρά του εσέ και με να σώση.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ευλογημένος νάσαι κι απ τα χείλη, που τέτοιο είπαν καλό, ποτέ του θρήνου και της θλίψης ο αχός ας μην ηχήση!
ΠΥΛΑΔΗΣ. Φέρνω κι άλλο• τι ωραία συνωδεμένη, σα βασιλιάς, πάντα η ευτυχία σιμώνει. Και τους συντρόφους βρήκαμε. Το πλοίο στους βράχους σ' έναν κόρφο είχαν κρυμμένο και θλιμμένοι προσμένοντας κάθονταν. Τον αδερφό σου ως είδαν, σηκωθήκαν αλαλάζοντας όλοι και ικετεύαν του μισεμού την ώρα να ταχύνη. Το κουπί λαχταρά κάθε παλάμη και με γλυκό μουρμούρισμα ένα απόγειο τ' ανάλαφρα φτερά σαλεύει, απ' όλους ακουστό. Ας μην αργούμε, οδήγησέ με στο ναό νάμπω μέσα και να γγίξω με σεβασμό των πόθων μας το τέλος! Της θεάς την εικόνα μπορώ μόνος στους γυμνασμένους ώμους να σηκώσω• πώς λαχταρώ το ποθητό το βάρος!
(Με τα τελευταία λόγια πηγαίνει προς το ναό δίχως να προσέξη πως η Ιφιγένεια δεν τον ακολουθεί• τέλος στρέφει πίσω).
Σταματάς και διστάζεις! – Πες! – Σωπαίνεις! Ταραγμένη είσαι! Μήπως αντιστέκει στην ευτυχία μας νέο κακό; Για λέγε! Στο βασιλιά τον μήνησες τα λόγο το γνωστικό, όπως τόχαμε ειπωμένο;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τον μήνησα, ακριβέ• μα θα μαλώσης. Μου ήταν βουβή κατάκριση η ματιά σου! Του βασιλιά ήρθε ο μηνητής, κι ως μου είχες το λόγο υπαγορέψει, έτσι τον είπα. Ξαφνίστηκε κι απαίτησε το σπάνιο να μηνήση αγιασμό στο βασιλιά αμέσως και ν' ακούση τη βουλή του• και τώρα τον προσμένω να γυρίση.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Αλί μας! Στο κεφάλι μας κρεμιέται ο κίντυνος και πάλι• πώς δεν πήρες για σκέπη το ιερό δικαίωμά σου;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Για πρόφαση ποτέ μου δεν το πήρα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Τότε, ω αγνή ψυχή, και τον εαυτό σου αφανίζεις και μας. Γιατί από πρώτα να μην το στοχαστώ να σε οδηγήσω πως κι απαίτηση τέτοια να ξεφύγης!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μάλωσε μόνο εμέ! Δικό μου σφάλμα είναι, το νιώθω• μα αλλιώς δεν μπορούσα στον άντρα να φερθώ, που λογικά και σοβαρά μου απαίτησ' ένα πράμα που ορθό το λέει η καρδιά μου.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Πιο στενά ο κίντυνος μας κλει• μα ας μη δειλιάζουμε κι από αστόχαστη βια ας μην προδοθούμε. Πρόσμενε ήσυχη ο κήρυκας ναρθή, κι ό τι κι αν φέρη, σταθερή εσύ μείνε! Ο βασιλιάς δε στέκει να προστάξη τέτοιο αγιασμό, πάρεξ η ιέρεια μόνο. Κι αν σου απαιτήση ίσως να δη τον ξένο, που η τρέλα τον βαραίνει, μην το στρέξης. Πες πως μας έχεις και τους δυο κλεισμένους μες στο ναό και τον καιρό έτσι δώσ' μας, από τον άγριο αρπάζοντας κι ανάξιο λαό το άγιο κειμήλιο, βιαστικά να φύγουμε. Τα πιο καλά σημάδια ο Απόλλωνας μας στέλνει• πριν τον όρο πληρώσουμε μ' ευλάβεια, αυτός πληρώνει το τάμα του θεϊκά. Γιατρεύτη ο Ορέστης, λευτερώθηκε! – Ω φέρτε μας μαζί με το λευτερωμένον, πρίμοι άνεμοι, στο νησί με τους Βράχους, του θεού την κατοικία! Και κείθε στη Μυκήνα, να ζωντανέψη αυτή, κι από τη στάχτη της σβησμένης γωνιάς ν' αναστηθούνε οι πατρικοί θεοί φαιδροί, κι ωραία φωτιά τα δώματα τους να λαμπρύνη! Από χρυσά ποτήρια ας τους σκορπίση θυμίαμα, πρώτο το δικό σου χέρι. Ζωή ξανά σε κείνο το κατώφλι και χαρά εσύ θα φέρης, την κατάρα θα λύσης και μ' ανθούς ζωής καινούριους, δροσερούς θα στολίσης τους δικούς σου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Σ' ακούω, ακριβέ, κι όπως γυρίζει τ' άνθος κατά τον ήλιο, κ' η ψυχή γυρίζει, χτυπημένη απ του λόγου σου τη λάμψη, προς τη γλυκειά παρηγοριά. Του φίλου ο βέβαιος ο λόγος πόσο αξίζει, ενώ όποιος μόνος ζη, τη δύναμή του τη θεία στερείται και το θάρρος χάνει. Γιατί σκέψη και τόλμη αργά ωριμάζουν στο στήθος του κλειστές, ενώ του φίλου η παρουσία γοργά τις ξεβλασταίνει.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Σ' αφήνω και πηγαίνω να ησυχάσω τους φίλους, που προσμένουν με λαχτάρα. Ξανάρχομαι γοργά και δω κρυμμένος μες στα θάμνα σημάδι περιμένω. Τι συλλογιέσαι; Ξάφνω κρύα θλίψη στο ξάστερο το μέτωπο κρεμιέται.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Συμπάθα με! Ως περνούν μπροστά απ τον ήλιο αλαφρά νέφη, έννοια αλαφρή και δείλια περνά από την ψυχή μου.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Μη φοβάσαι. Δόλια στενά συμμάχησαν ο φόβος κι ο κίντυνος• κ' οι δυο τους σύντροφοι είναι.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Γενναία την έννοια λέω που δε με αφήνει να κλέψω δολερά το βασιλιά, που δεύτερος μου στάθηκε πατέρας.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Τον που τον αδερφό σου σφάζει φεύγεις.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ο ίδιος είναι, που καλό μου έχει κάμει.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Δεν είναι αχαριστία, αν προστάζ' η ανάγκη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τέτοια απομένει• η ανάγκη ας το δικιώνη.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Εσέ βέβαια σε θεούς μπρος κι ανθρώπους.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μονάχα την καρδιά δε μου αναπαύει.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Έπαρση κρύφια είναι η πολλή αυστηρότη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δεν εξετάζω, αισθάνομαι μονάχα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Αν αισθάνεσαι ορθά. σου πρέπει σέβας.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μονάχα αγνή καρδιά είν' αναπαμένη.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Τέτοια έχεις στο ιερό και συ απομείνει. Λιγώτερο αυστηροί με τον εαυτό μας και με τους άλλους νάμαστε, η ζωή μας μαθαίνει• και σε θα σου το μάθη. Περίεργα είναι πλασμένο αυτό το γένος, μπερδεμένο, περίπλοκα δεμένο, που αγνός κανείς κι ασύγχυστος να μείνη και μόνος δεν μπορεί και με τους άλλους. Κι ούτε κριτές μας βάλαν του εαυτού μας: Το δρόμο του να πάη και μπρος να βλέπη είναι το πρώτο πρώτο χρέος του άνθρωπου: Τι σπάνια κρίνει ορθά το τι έχει κάμει, και το τι κάνει πες ποτέ δεν ξέρει να το κρίνη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Κοντεύεις να με πείσης.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Θέλει πειθώ, όπου δεν είν' άλλος τρόπος; Τον αδερφό σου, εσέ την ίδια κ' ένα φίλο να σώσης ένας είναι ο δρόμος• αν θα τον πάρουμε, είναι να ρωτήσης;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Να διστάζω άφησέ με! Και συ ο ίδιος τέτοιο άδικο δε θάκανες σε κείνον, που θάνιωθες πως χάρη του χρωστούσες.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Μα αν χαθούμε, κατάκριση θα σ' έβρη πιο σκληρή, που θα φέρη απελπισία. Στο χαμό φαίνεσαι άμαθη πως είσαι, αφού απ τη συμφορά για να γλιτώσης έναν ψεύτικο λόγο δε θυσιάζεις.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αχ, ας είχα καρδιά μέσα μου αντρίκεια! που κάποιο τολμηρό σκοπό όταν τρέφη, σε κάθε άλλη φωνή κλειστή απομένει.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Άδικα αρνείσαι• το χαλκό το χέρι της Χρείας προστάζει κ' είναι το αυστηρό της το νεύμα νόμος ύψιστος, που εμπρός του κ' οι ουράνιοι γέρνουν. Της αιώνιας Μοίρας αμίλητη η κουφή αδερφή δεσπόζει. Ότι κι αν σου φορτώνη, βάστα το! Ότι προστάζει, κάμε! Τ' άλλα τα γνωρίζεις. Γυρνώ σε λίγο απ το ιερό σου χέρι του λυτρωμού να πάρω τη σφραγίδα.
ΣΚΗΝΗ Ε'
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μόνη). Χρωστώ να τον ακούσω• γιατί βλέπω τους καλούς μου σε κίντυνο μεγάλο. Μα αχ! κ' η δική μου μοίρα με τρομάζει πάντα πιότερο. Ω, πρέπει να μη σώσω την κρύφια ελπίδα, που είχα θρέψει ωραία στην ερημιά μου: Πρέπει να δεσπόζη για πάντα αυτή η κατάρα; Αυτό το γένος δεν πρέπει να υψωθή ποτέ του πάλι με νέα ευλογία; – Ωστόσο σβήνουν όλα! Η πιο γλυκειά ευτυχία, της ζωής η δύναμη η πιο ωραία στερνά αποστένουν! Γιατί όχι κ' η κατάρα; Ώστε του κάκου έχω ελπίσει πως εδώ φυλαγμένη, χωρισμένη απ τη μοίρα της γενιάς μου, με χέρι αγνό κι αγνή καρδιά μια μέρα θα εξιλέωνα το σπίτι το βαριά κριματισμένο! Μόλις ο αδερφός μου γοργά και θαυμαστά στην αγκαλιά μου απ το άγριο το κακό γιατρεύτη, μόλις ένα πλοίο, ικετεμένο χρόνια, φτάνει στο πατρικό λιμάνι να με φέρη, διπλό κακό μου ρίχνει η κουφή Χρεία με χαλκό χέρι: τη θεϊκή να κλέψω εικόνα, τη σεβάσμια, τη σε μένα μπιστεμένη, και κείνον ν' απατήσω, που του χρωστώ και μοίρα και ζωή. Ω ας μη φυτρώση μέσα μου στο τέλος αποστροφή• το μίσος των Τιτάνων, των παλαιών θεών, προς σας, Ολύμπιοι, με νύχια γερακιού το απαλό στήθος ας μην αδράξη! Σώστε με και σώστε την εικόνα σας μέσα στην ψυχή μου! Στ' αφτιά μου το παλιό αντηχά τραγούδι – τόχα ξεχάσει, με χαρά ξεχάσει – των Μοιρών το τραγούδι, που με τρόμο τραγουδούσαν αυτές σαν είχε πέσει απ τη χρυσή του ο Τάνταλος καθέδρα. Πονούσαν το γενναίο τους φίλο κ' ήταν αγριεμένο το στήθος τους, φριχτή η φωνή τους. Στα χρόνια τα μικρά μας σε με το τραγουδούσε η παραμάνα και στ' αδέρφια• το φύλαξα στο νου μου. Φοβού τους θεούς, ανθρώπινο γένος! Βαστούνε το κράτος σε αθάνατα χέρια, καθώς τους αρέσει με αυτό κυβερνούν.
Διπλά ας τους φοβάται ο που τον υψώσουν! σε βράχους και νέφη τραπέζια προσμένουν με ολόχρυσους θρόνους.
Αν έρθη διχόνοια, αισχρά οι καλεσμένοι γκρεμίζονται κάτω στα βάθη της νύχτας, και μάταια προσμένουν δεμένοι στα σκότη τη δίκαιη τη δίκη.
Μα αυτοί σε τραπέζια χρυσά καθισμένοι γιορτάζουν αιώνια. Απ το ένα πηγαίνουν βουνό στο άλλο πέρα: και κάτω απ τα βάθη τους φτάνει η πνοή πνιγμένων Τιτάνων, σαν κνίσσα θυσίας, ανάλαφρο νέφος.
Γυρνούν οι δεσπότες το ίλεο το βλέμμα απ' όλο το γένος• δε θέλουν στο εγγόνι να δούνε την ίδια μορφή του προγόνου, που αγάπησαν πρώτα.
Αυτά οι Μοίρες ψέλναν κι ακούει ο διωγμένος στα μαύρα τα σπήλαια, ο γέρος θυμάται παιδιά του κ' εγγόνια και σειεί το κεφάλι.
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Θόας, Αρκάς.
ΑΡΚΑΣ. Συγχυσμένος το λέω, πως δε γνωρίζω την υποψία μου καταπού να στρέψω. Οι σκλάβοι μελετούν κρυφά να φύγουν, ή τάχα η ιέρεια τους βοηθά; Πληθαίνει η φήμη πως το πλοίο που εδώ φερμένους τους έχει σ' έναν κόρφο είναι κρυμμένο. Και του ενός η μανία, ο αγιασμός τούτος, της άργητας η πρόφαση η ιερή, την υποψία καλούν και την προφύλαξη πιο δυνατά.
ΘΟΑΣ. Εδώ ας έρθ' η ιέρεια αμέσως! Στο γιαλό τρεχάτ' έπειτα και ψάχτε απ το ακρωτήριο ως της θεάς το δάσος! Τα ιερά του τα βάθη σεβαστήτε! Στοχαστικά παγίδες στήστε κι όπου τους πιτύχετε, πιάστε τους, σαν πάντα!