Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε», sayfa 4

Yazı tipi:

ΟΡΕΣΤΗΣ. Ωραία νύμφη, σε σένα και στα χάδια σου δε δίνω πίστη. Η Άρτεμη σεμνές ιέρειες θέλει• το ντροπιασμένο το ιερό εκδικιέται. Το χέρι σου από μένα πάρε! Αν θέλης ένα νέο ν' αγαπήσης σώζοντάς τον και τη γλυκεία ευτυχία να του προσφέρης, την καρδιά σου στο φίλο μου ας γυρίσης, τον άξιο! Κάπου εκεί στο μονοπάτι του βράχου τριγυρνά• πήγαινε βρες τον και δείξε του το δρόμο• εμέ λυπήσου!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ησύχασε, αδερφέ, και γνώρισέ με! Της αδερφής την καθαρή κι ουράνια χαρά σαν πόθο ανίερο μην τη βρίζης! Ω πάρτε του την πλάνη απ τ' άγρια μάτια, η στιγμή της χαράς της πιο μεγάλης να μη μας κάνη δύστυχους τριπλά! Η αδερφή σου η χαμένη χρόνους είμαι. Απ το βωμό μ' έχει η θεά αρπαγμένη και δω μ' έχει γλιτώσει στο ιερό της. Εσύ σκλάβος, φερμένος για θυσία, στην ιέρεια απαντάς την αδερφή σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ. Δυστυχισμένη! Ας δη λοιπόν ο ήλιος τις τελευταίες φρίκες του σπιτιού μας! Δεν είναι η Ηλέκτρα εδώ; Ν' αφανιστή κι αυτή μαζί με μας κ' έτσι η ζωή της για πιο βαριά δεινά να μη μακραίνη! Έ, ιέρεια! Στο βωμό σ' ακολουθώ. Ο φόνος του αδερφού είναι πια συνήθεια αρχαία του παλιού γένους• και σας έχω χάρη, θεοί, γιατί με χάνετε άτεκνο. Κι άκου, μην αγαπάς πολύ τον ήλιο, μήτε και τ' άστρα• έλα μαζί μου κάτω στο σκοτεινό βασίλειο! Σαν τους δράκους τους γεννημένους σε θειαφένια βάλτα, που πολεμώντας τη γενιά τους ένας τον άλλον τρώει, χάνεται μόνο τ' άγριο γένος• μαζί μου έλα άτεκνη κι αθώα! Με σπλάχνος με κοιτάς; Μη, μη! Με τέτοιες ματιές ζητούσε η Κλυταιμνήστρα δρόμο στου γιού της την καρδιά• μα το υψωμένο χέρι του ήβρε το στήθος της. Η μάνα έπεσε! – Έβγα, ωργισμένο πνεύμα! Κύκλο κλείστε, Ερινύες, ολόγυρα και δέτε το ευφρόσυνο το θέαμα, το στερνό, το φριχτότερο που έχετε ετοιμάσει! Δεν της τροχίζει εκδίκηση και μίσος το μαχαίρι• η γλυκειά αδερφή άθελά της με θυσιάζει. Μην κλαις! Δε φταις! Δεν έχω από παιδί άλλο τίποτε αγαπήσει, ως θα μπορούσα ν' αγαπήσω εσένα. Σήκωσε το μαχαίρι, μη λυπάσαι, σκίσε τα στήθη αυτά κι άνοιξε δρόμο στα ποτάμια που βράζουν εδώ μέσα!

(Πέφτει λιποθυμισμένος.)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τόση ευτυχία και τόση συμφορά μόνη δεν τη βαστώ. Πού είσαι, Πυλάδη; Ακριβέ, τη βοήθεια σου πού νάβρω;

(Φεύγει ψάχνοντας.)

ΣΚΗΝΗ Β'

ΟΡΕΣΤΗΣ (ενώ ξυπνά από τη ζάλη του κι ανασηκώνεται). Ένα ακόμα! Απ τα κύματα της Λήθης το στερνό δροσισμού ποτήρι δος μου! Ο σπασμός της ζωής από το στήθος ξεπλένεται σε λίγο• στην πηγή της Λησμονιάς σε λίγο αφιερωμένο το πνεύμα μου τρέχει ήσυχο σε σας σκιές, μες στην αιώνια αντάρα. Αφήστε καλόβολες να βρη στη σιγαλιά σας δροσιά της γης ο γιός ο πλανεμένος! – Ποιο ψιθύρισμ' ακούω μέσα στους κλώνους; Ποια βοή από το θάμπωμα εκεί φτάνει; Βγήκαν κιόλα να δουν το νιοφερμένο! Ποιοι είν' αυτοί που γελούνε μεταξύ τους, λαμπροί, σα συναγμένο βασιλιάδων γένος; Ειρηνικά πηγαίνουν γέροι και νιοι, γυναίκες μ' άντρες• με αθανάτων και μεταξύ τους όμοιες είναι οι ειδές τους. Ναι, οι πρόγονοι του γένους μου είναι. – Ο Ατρέας με το Θυέστη φιλικά μιλώντας πάει• γύρω του χαδεύονται τ' αγόρια. Έχτρα εδώ πια δεν είναι ανάμεσό σας; Η εκδίκηση ως το φως του ήλιου έχει σβήσει; Τότε και γώ καλόδεχτος σας είμαι και να σμίξω μπορώ με τη γιορτή σας. Γεια σας πατέρες! Σας κράζει ο Ορέστης. απ τη γενιά σας άντρας στερνός• ό τι εσείς σπείρατε έχει θερίσει: βαριοκατάρατος κατέβη εδώ. Μα εδώ αλαφρότερα είναι τα βάρη: Πάρτε τον, πάρτε τον στη συντροφιά σας! – Σε, Ατρέα, τιμώ και σε, Θυέστη: Σβήστηκε απ' όλους μας η έχτρα εδώ. – Πού είν' ο πατέρας μου, που μια μονάχα φορά τον είδα; – Συ είσαι, πατέρα; με τη μητέρα μαζί μιλείς; Της Κλυταιμνήστρας το χέρι αν πιάνης, μπορεί κι ο Ορέστης να πάη κοντά της και να της πη: Το γιό σου δες! – Δέτε το γιό σας! Καλώς σας ήρθε! Στη γη στο σπίτι μας το σύνθημα ήταν πάντα του φόνου ο χαιρετισμός, και τις χαρές του πέρ' απ τη νύχτα έχει το γένος του αρχαίου Ταντάλου. Με χαιρετάτε και με καλείτε! Στον πρώτο φέρτε με, στον πρόγονό μου! Ναι, πού είναι ο γέροντας; Να τον ιδώ, το πολυσέβαστο, άξιο κεφάλι, που συνεδρίαζε με τους θεούς. Σα να διστάζετε, γυρνάτε κείθε; Τι είναι; Ο θεόμοιαστος μην υποφέρη; Οϊμέ! οι υπερδύναμοι του έχουν χαλκέψει στ' αντρεία τα στήθη σκληρά μαρτύρια με σιδερένιες σφιχτά αλυσίδες.

ΣΚΗΝΗ Γ'

Ορέστης, Ιφιγένεια, Πυλάδης.

ΟΡΕΣΤΗΣ. Τι, κατεβήκατε κιόλα και σεις; Γεια σου, αδερφή! Μας λείπει η Ηλέκτρα! Να μας την έστελνε κάποιος θεός με γλυκά βέλη γοργά και κείνη! Μόνο εσέ θλίβομαι, άμοιρε φίλε! Πάμε! Στου Πλούτωνα το θρόνο πάμε, τους νιοφερμένους να δη ο άρχοντάς μας!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αδέρφια εσείς, που απ τα πλατιά [τα ουράνια στους ανθρώπους φωτάτε μέρα νύχτα και στους νεκρούς η λάμψη σας δεν πρέπει, λυτρώστε εμάς τ' αδέρφια! Πλέον απ' όλα όσα η γης και τα ουράνια σου προσφέρουν, το γλυκό αγαπάς, Άρτεμη, αδερφό σου, και την παρθενική σου ειδή με πόθο γυρνάς ήσυχο στ' άσβηστο το φως του. Ω, μην αφήνης το μονάκριβό μου, που τόσο αργά τον βρήκα, στο σκοτάδι να δέρνεται της τρέλας! Κ' η βουλή σου, που εδώ μ' έχεις κρυμμένη, αν επληρώθη, κ' είναι το θέλημά σου να βοηθήσης εμέ μ' αυτόν κι αυτόν με μένα, λύσ' τον απ τους δεσμούς εκείνης της κατάρας, του λυτρωμού ο καιρός να μη μας φύγη!

ΠΥΛΑΔΗΣ. Δε γνωρίζεις εμάς και το άγιο δάσος κι αυτό το φως, που σε νεκρούς δε φέγγει; Της αδερφής, του φίλου σου τα χέρια, που ζωντανόν σε σφίγγουν, δεν τα νιώθεις; Άδραξέ μας! Δεν είμαστε ίσκιοι κούφιοι. Άκου τι λέω! Έλα στα φρένα σου! Είναι κάθε στιγμή ακριβή κι ο γυρισμός μας κρεμιέται από ψιλές κλωστές, που μοίρα καλόβουλη, όπως φαίνεται, τις κλώθει.

ΟΡΕΣΤΗΣ. Πρώτη φορά στην αγκαλιά σου ας έβρω μ' ελεύτερη καρδιά χαρά καθάρια! θεοί, που με ορμή πύρινη περνάτε και τα βαριά σας λιώνετε τα νέφη, και τη βροχή, καιρό που σας γυρεύαν, σπλαχνικά σοβαροί στη γη σκορπάτε σε μπόρες άγριες με βροντές κι ανέμους, μα σε λίγο τον τρόμο των ανθρώπων γυρνάτε σ' ευτυχία, και το δειλό τους το ξάφνισμα το αλλάζετε σε βλέμμα φαιδρό και χάρη, αφού στων νιολουσμένων φύλλων τις στάλες λάμψη ο νέος ήλιος, και γελαστή, πολύχρωμη, με χέρι ανάλαφρο σκίση η Ίριδα τον πέπλο το σταχτερό των υστερνών συννέφων – κ' εμέ: στης αδερφής τον κόρφο αφήστε, στου φίλου μου το στήθος ν' απολάψω μ' ευγνωμοσύνη αυτό που μου δωρείτε! Λυέται η κατάρα, μου το λέει η καρδιά μου. Τις Ευμενίδες τις ακούω που φεύγουν στα Τάρταρα και πίσωθέ τους κλείνουν τις πόρτες τις χαλκές μακροβροντώντας. Η γη δροσιστική ευωδιά αναδίνει και με καλεί στους κάμπους της χαρά ζωής κ' έργα μεγάλα να γυρέψω.

ΠΥΛΑΔΗΣ. Μη χάνετε καιρό που λίγος μένει!

Ο αέρας που φουσκώνει το πανί μας,

τη χαρά μας στον Όλυμπο ας πάη πρώτα.

Ελάτε! Γοργή απόφαση εδώ πρέπει.

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μόνη). Αν βρίζουν οι ουράνιοι γεννημένου στη γη πολυτάραχες μέρες, κι αν τον ρίχνουν μεμιάς απ το γέλιο στο κλάμα κι απ το κλάμα στο γέλιο με βαριούς σπαραγμούς: Ύστερα του αναθρέφουν ή στη χώρα κοντά, ή σε γιαλό μακρινό, στης ανάγκης τις ώρες να του φέρη βοήθεια έναν ήσυχο φίλο. θεοί, ευλογάτε τον Πυλάδη μας κι ό τι αυτός καταπιάνεται! Του νέου το χέρι είναι στη μάχη, και το μάτι το φωτεινό του γέρου στα συνέδρια: Τι είν' ήσυχ' η ψυχή του• της γαλήνης το αστέρευτο ιερό αγαθό φυλάγει και γνώμη και βοήθεια από βαθιά της στους ταραγμένους δίνει. Αυτός με πήρε απ του αδερφού το πλάγι• τον θωρούσα και τον ξαναθωρούσα ξαφνισμένη χωρίς την ευτυχία μου να πιστεύω, και δεν τον παρατούσα απ την αγκάλη, μη νιώθοντας ποιος κίντυνος μας ζώνει. Τώρα παν το σκοπό τους να τελειώσουν στο γιαλό, που το πλοίο με τους συντρόφους, σ' έναν κόρφο κρυφτό, σημείο προσμένει. Και μένα λόγο γνωστικό μου μάθαν, τι ν' απαντήσω δίδαξαν, αν στείλη ο βασιλιάς και τη θυσία προστάξη βιάζοντάς με. Αχ το βλέπω καλά, πρέπει ν' αφήσω σαν παιδί να με οδηγούνε. Δεν έμαθα να κρύβω• ούτε κανέναν ν' απατώ δόλια. Αλί! Ω αλί στο ψέμα! Δεν αλαφρώνει το στήθος σαν κάθε αληθινά ειπωμένος λόγος• θάρρος δε δίνει, μόνο βασανίζει εκείνον, που κρυφά το χαλκεύει και σα βέλος ριγμένο και κρουσμένο πίσω από έναν θεό, γυρνά και βρίσκει τον τοξότη. Έννοιες απάνω σ' έννοιες μου σαλεύουν στο στήθος. Μη στο ανάγιαστο το μέρος του γιαλού οι Ερινύες αρπάξαν πάλι τον αδερφό αγριεμένες; Μην τους πιάσαν; θαρρώ κι ακούω ωπλισμένους να σιμώνουν! Να! – Ο μηνυτής του βασιλιά με βήμα γοργό φτάνει. Η καρδιά χτυπά, η ψυχή μου θολώνει, ως βλέπω τη θωριά του ανθρώπου, που θα τον απαντήσω μ' ένα ψέμα.

ΣΚΗΝΗ Β'

Ιφιγένεια, Αρκάς.

ΑΡΚΑΣ. Τάχυνε, ιέρεια, τη θυσία! Προσμένει ο βασιλιάς και λαχταρά ο λαός.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Το χρέος μου θάκουα και το μήνυμά σου, αν δεν έμπαινε ανέλπιστα ένα εμπόδιο το πλήρωμα της πράξης να ταράξη.

ΑΡΚΑΣ. Και τι εμποδά του βασιλιά το λόγο;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Η τύχη, που κανείς δεν την ορίζει.

ΑΡΚΑΣ. Πες μου το, ευθύς να πάω να το μηνήσω!

Το θάνατο των δυο έχει αποφασίσει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δεν τον αποφάσισαν κ' οι θεοί. Ο πιο μεγάλος απ' αυτούς χυμένο συγγενικό του έχει αίμα κ' οι Ερινύες τον κυνηγούν. Τον έπιασε η μανία μες στο ναό και τον αγνόν τον τόπο η παρουσία του μόλυνε. Πάω τώρα μαζί με τις παρθένες μου στο κύμα του γιαλού τη θεϊκή να ράνω εικόνα μ' αγιασμό μυστικό. Μη μας ταράξη κανένας την αμίλητη πομπή μας!

ΑΡΚΑΣ. Το νέο το εμπόδιο να μηνήσω αμέσως στο βασιλιά πηγαίνω• μην αρχίσης το έργο το ιερό, πριν άδεια δώση.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αυτό το ορίζει μόνη της η ιέρεια.

ΑΡΚΑΣ. Το σπάνιο ας μάθη το άκουσμα και κείνος.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τίποτε η προσταγή του δεν αλλάζει.

ΑΡΚΑΣ. Ο δυνατός ρωτιέται για τα μάτια.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Σε ό τι έχω χρέος ν' αρνηθώ μη βιάζης!

ΑΡΚΑΣ. Ό τ' είναι για καλό σου μην αρνήσαι!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Το δέχομαι, αν μονάχα δεν αργήσης.

ΑΡΚΑΣ. Πάω γοργά με το νέο στο βασιλιά και γοργά με τα λόγια του γυρίζω. Να του έλεγα ας μπορούσα κάτι ακόμα, που όλα θα τάλυνε όσα μας συγχύζουν! Δεν έχεις του πιστού τη γνώμη ακούσει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με προθυμία έχω κάμει ό τι μπορούσα.

ΑΡΚΑΣ. Ακόμα είναι καιρός ν' αλλάξης γνώμη.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αυτό δεν είναι στο δικό μας χέρι.

ΑΡΚΑΣ. Θαρρείς αδύνατο ό τι σε κοπιάζει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Για σένα δυνατό το κάνει ο πόθος.

ΑΡΚΑΣ. Θα κιντυνέψης ήσυχη τα πάντα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Στο χέρι των θεών τα έχω όλα αφήσει.

ΑΡΚΑΣ. Ανθρώπινα αυτοί σώζουν τους ανθρώπους.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Από το θέλημά τους κρέμονται όλα.

ΑΡΚΑΣ. Σου λέω είναι στο χέρι σου. Μονάχα του βασιλιά τα φρένα τ' αγριεμένα τον πικρό δίνουν θάνατο στους ξένους. Καιρό ο στρατός απ τις σκληρές θυσίες έχει ξεσυνηθίσει την καρδιά του. Μάλιστα κάποιοι, που μια ενάντια μοίρα στην ξενιτιά τους πήγε, νιώσαν μόνοι πως σα θεός στα σύνορα τα ξένα τον έρημο απαντά τον πλανεμένο γελούμενη όψη ανθρώπου. Ω μη μας παίρνης ό τι στο χέρι σου ήταν να μας δώσης! Εύκολα εκείνο που άρχισες τελειώνεις. Γιατί η γλυκάδα, που με ανθρώπινη όψη κατεβαίνει απ τα ουράνια, αλλού δε χτίζει βασίλειο πιο γοργά παρά όθες ένας θαμπός κι άγριος λαός καινούριος, όλος ζωή, δύναμη, θάρρος, στον εαυτό του και σε δειλή υποψία παρατημένος, της ζωής τα τρανά τα βάρη σέρνει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μη μου ταράζης έτσι την καρδιά μου,

που δεν τη σέρνεις με το θέλημά σου.

ΑΡΚΑΣ. Όσο μένει καιρός, δε χάνει κόπο

κανείς λόγο καλό να ξαναλέη.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Και συ κοπιάζεις και για μένα πόνους

ξυπνάς. Του κάκου και τα δυο. Άφησέ με!

ΑΡΚΑΣ. Αυτούς τους πόνους κράζω για βοήθεια.

Είναι φίλοι• καλό σου συμβουλεύουν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ορμητικά κυριεύουν την ψυχή μου.

μα την αποστροφή της δεν τη σβήνουν.

ΑΡΚΑΣ. Και νιώθει αποστροφή μια ωραία ψυχή

για το αγαθό, που ένας γενναίος προσφέρει;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ναι, όταν αυτός γυρεύη ό τι δεν πρέπει,

αντί για ευγνωμοσύνη, εμέ την ίδια.

ΑΡΚΑΣ. Συμπάθεια όποιος δε νιώθει, δεν του λείπει μια πρόφαση ποτέ. Στο βασιλιά θα πω το τι έχει τρέξει. Ω, να θυμόσουν μες στην ψυχή σου, πως γενναία σου εφέρθη απ την ημέρα του ερχομού σου ως τώρα!

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
27 eylül 2017
Hacim:
60 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain

Bu kitabı okuyanlar şunları da okudu