Kitabı oku: «Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε», sayfa 3
ΣΚΗΝΗ Β'
Ιφιγένεια, Πυλάδης.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Πούθε έρχεσαι, πούθε είσαι, ω ξένε, λέγε. Θαρρώ πως πιο πολύ μ' Έλληνα μοιάζεις παρά με Σκύθη. (Του λύνει τα δεσμά.) Η λευτεριά, που δίνω εγώ, κίντυνος είναι• κι ας θελήσουν οι αθάνατοι απ αυτόν να σας λυτρώσουν!
ΠΥΛΑΔΗΣ. Γλυκειά φωνή! Της μητρικής μου γλώσσας καλοπρόσδεχτε αχέ στον ξένον τόπο! Τα γαλανά βουνά του πατρικού μου λιμανιού ξαναβλέπω ο σκλαβωμένος ευφρόσυνα μπροστά μου. Ας σε ασφαλίση αυτή η χαρά πως Έλληνας και γώ είμαι! Για μια στιγμή το έχω ξεχάσει πόση ανάγκη σου έχω και το νου μου μόνο στο λαμπρό δράμα γύρισα. Ω για πες μου, αν τα χείλη σου κάποιο πεπρωμένο δεν τα σφαλή, από ποια από τις φυλές μας η ισόθεη κρατεί καταγωγή σου;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μαζί σου μιλεί η ιέρεια, που την έχει διαλέξει κι αφιερώσ' η ίδια η θεά της. Τούτο ας σου φτάση• πες μου, εσύ ποιος είσαι και ποια τύχη με ολέθρια βουλή σ' έχει εδώ φερμένον με το σύντροφό σου;
ΠΥΛΑΔΗΣ. Εύκολο να σου πω με τη βαρειά του συντροφιά ποιο δεινό μας κυνηγά. Τόσο εύκολα ας μπορούσες να μας δώσης και συ το φαιδρό βλέμμα της ελπίδας! Από την Κρήτη είμαστε, γιοι του Αδράστου. Είμ' ο νιώτερος, Κέφαλο με λένε. κι ο άλλος Λαοδάμας, πρωτογεννημένος. Ανάμεσό μας ένας τρίτος, άγριος και τραχύς τη χαρά και την ομόνοια από μικρός χαλούσε στα παιγνίδια. Τη μητέρα υπακούγαμε ήσυχα όσο πολεμούσε ο πατέρας μας στην Τροία• μα όταν με πλούσια λάφυρα ήρθε πάλι και πέθανε σε λίγο, ευθύς τ' αδέρφια τα χώρισε η διχόνοια για το κράτος και για το θρόνο. Εγώ του πρώτου μέρος πήρα. Τον αδερφό σκότωσε κείνος. Για το φόνο οι Ερινύες εδώθε κείθε τον κυνηγούν με ορμή. Μ' ελπίδα ωστόσο ο δελφικός ο Απόλλωνας μας στέλνει στον άγριο αυτό γιαλό. Στης αδερφής του το ιερό να προσμείνουμε βοήθεια μας πρόσταξε. Μας πιάσαν και μας στείλαν εδώ σε σένα για θυσία. Το ξέρεις.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Έπεσε η Τροία; Ακριβέ, βεβαίωσέ με
ΠΥΛΑΔΗΣ. Έπεσε! Ω ασφάλισέ μας σωτηρία! Τάχυνε τη βοήθεια, που μας έχει ταμένη ένας θεός. Τον αδερφό μου σπλαχνίσου τον! Καλό ένα λόγο πες του! Μα πρόσεχέ τον, σα μιλής μαζί του, το ικετεύω θερμά: Τι μ' ευκολία από χαρά και θύμηση και πόνο κυριεύεται, ανταριάζεται η καρδιά του. Η μανία τον ξανάβει κ' η ψυχή του η ελεύτερη κι ωραία στις Ερινύες παραδίνεται σκλάβα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Όσο μεγάλη κι αν είναι η συμφορά σου, σε ικετεύω, λησμόνα την κι απάντησέ μου πρώτα.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Η τρανή πόλη, που αντιστάθη δέκα χρόνους στο στράτεμα όλο των Ελλήνων, είναι σωρός, πια δε σηκώνεται. Όμως κάποιοι των πιο καλών μας τάφοι κράζουν στο βάρβαρο γιαλό το νου μας. Κείτεται εκεί ο Αχιλλέας με τον ωραίο του φίλο.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Θεϊκές μορφές και σεις γίνατε σκόνη!
ΠΥΛΑΔΗΣ. Κι ο Παλαμήδης κι ο Αίας ο Τελαμώνιος δεν ξανάειδαν τον ήλιο της πατρίδας.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μόνη της). Σιγά για τον πατέρα μου, δε λέει με τους πεσμένους τ' όνομά του. Ναι! Ζη ακόμα! θα τον δω! Καρδιά, έχε ελπίδα!
ΠΥΛΑΔΗΣ. Μα μακάριοι οι χιλιάδες, που πεθάναν τον πικρόγλυκο θάνατο απ το χέρι του εχτρού! Γιατί άγριους τρόμους και θλιμμένο τέλος, αντί για θρίαμβο, έχει ετοιμάσει σ' όσους γυρίσαν ένας ωργισμένος θεός. Η ανθρωπινή φωνή δε φτάνει σε σας; Όσο μακριά αυτή πάει, τη φήμη σπέρνει ανάκουστων έργων, που έχουν γίνει. Η συμφορά, που τις στοές γεμίζει της Μυκήνας με θρήνους δίχως τέλος, κρυφή σου μένει εσένα; – Η Κλυταιμνήστρα με τη βοήθεια πλάνεψε του Αιγίσθου τον άντρα της, την ίδια την ημέρα που γύρισε τον σκότωσε! – Το γένος του βασιλιά αυτού θα τιμάς! Το βλέπω, το στήθος σου του κάκου με το λόγο, τον τρομερό ανεπάντεχα, παλεύει. Κόρη είσαι φίλου του; είσαι γεννημένη γειτονικά σ' αυτήν τη χώρα; Μην το κρύβης και σε μένα μην το ρίξης, που πρώτος σου μηνώ τη φρίκη τούτη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Λέγε, πως η δεινή έχει γίνει πράξη;
ΠΥΛΑΔΗΣ. Την ίδια μέρα που ήρθε ο βασιλιάς, απ το λουτρό όπως βγήκε δροσισμένος κ' ήσυχος, απ το χέρι της συμβίας το φόρεμα γυρεύοντας, χιτώνα που τεχνικά πολύδιπλος μπλεκόταν η ολέθρια απάνω του έρριξε στους ώμους, στο ευγενικό κεφάλι γύρω• κι όπως να ξεμπλεχτή του κάκου πολεμούσε σαν από δίχτυ, εκεί ο προδότης Αίγισθος τον χτύπησε, και πήγε σκεπασμένος στους νεκρούς ο μεγάλος βασιλιάς.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Και πληρωμή ποια πήρε ο συνωμότης;
ΠΥΛΑΔΗΣ. Το κράτος, και την κλίνη που είχε πρώτα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ώστ' έσπρωξε στο κρίμα άχρειος πόθος;
ΠΥΛΑΔΗΣ. Κ' εκδίκησης παλιάς μεγάλο πάθος.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Και πώς την είχε ο βασιλιάς προσβάλει;
ΠΥΛΑΔΗΣ. Με δεινή πράξη, που αν ο φόνος είχε δικιωμό, θα τη δίκιωνε. Με δόλο στην Αυλίδα την έκραξε και κει, όταν κρατούσε τα πλοία των Ελλήνων κάποια θεά με ορμητικούς ανέμους, την Ιφιγένεια, την πρώτη του κόρη, μπρος στο βωμό της Άρτεμης θυσία την πρόσφερε για χάρη των Ελλήνων. Αποστροφή της άφησε αυτό, λένε, βαθιά μες στην καρδιά, ώστε παραδόθη του Αιγίσθου και τον άντρα της στου ολέθρου τον τύλιξε τα δίχτυα μοναχή της.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (σκεπάζοντας το κεφάλι).
Ω, φτάνει! θα με ξαναδής.
ΠΥΛΑΔΗΣ. Σα νάναι απ της βασιλικής γενιάς τη μοίρα βαθιά συγκινημένη. Όποια κι αν είναι, το βασιλιά θάχη γνωρίσει βέβαια, και για καλό μας από μέγα σπίτι την πούλησαν εδώ. Σώπα, καρδιά μου, και στο άστρο της ελπίδας που μας λάμπει στοχαστικά χαρούμενοι ας στραφούμε!
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Ιφιγένεια, Ορέστης.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δυστυχισμένε, τα δεσμά σου λύνω μοίρας πιο θλιβερώτερης σημάδι. Η λευτεριά που δίνει το ιερό είναι, σαν της ζωής την τελευταία λάμψη στο βλέμμα του βαριά άρρωστου, θανάτου μηνυτής. Δεν μπορώ, ούτε θέλω ακόμα να πιστέψω πως είσαστε χαμένοι! Με χέρι φονικό πως θα μπορούσα να σας τάξω στο θάνατο! Κι όσο είμαι ιέρεια γώ της θεάς, κανένας, όποιος κι αν είναι, δεν μπορεί την κεφαλή σας να γγίξη. Αλλά κι αν αρνηθώ το χρέος, που ο βασιλιάς άγρια απαιτεί, διαλέγει μιαν άλλη απ τις παρθένες μου και τότε μένει η θερμή μου ευχή μόνος βοηθός σας. Τιμημένε συντοπίτη! Αν κι ο δούλος, που έχει τους πατρικούς θεούς αγγίξη στη γωνιά μας, καλόδεχτος μας είναι στον ξένον τόπο, εγώ με ποια χαρά μου πρέπει εσάς να δεχτώ, που την εικόνα των ηρώων, που έχω μάθει απ τους γονιούς μου να σέβουμαι, μου φέρνετε και μέσα την καρδιά μου δροσίζετε με νέα κι όμορφη ελπίδα!
ΟΡΕΣΤΗΣ. Επίτηδες σωπαίνεις γνωστικά γένος κι όνομα; Ή μπορώ να μάθω ποια θεόμοιαστη αντικρύζω;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Θα με γνωρίσης. Τώρα λέγε μου ό τι μισά απ τον αδερφό σου άκουσα μόνο. τα τέλος εκεινών, που από την Τροία γυρνώντας, στο κατώφλι τους βουβά σκληρή, αδόκητη μοίρα τους εδέχτη. Μικρή με φέραν στο ακρογιάλι τούτο, μα τη δειλή ματιά καλά θυμούμαι, που με φόβο και ξάφνισμα είχα ρίξει σ' αυτούς τους ήρωες. Ξεκινούσαν σάμπως νάνοιγε ο Όλυμπος και νάστελνε κάτω τις μορφές του λαμπρού πανάρχαιου κόσμου, του Ιλίου φοβέρα, και πιο απ' όλους ήταν θαυμαστός ο Αγαμέμνονας. Ω πες μου! Στο σπίτι του πατώντας, από δόλο της συμβίας του έχει πέσει και του Αιγίσθου;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Το είπες!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αλί σου, δύστυχη Μυκήνα! Έτσι έσπειραν τα εγγόνια του Ταντάλου κατάρα σε κατάρα με γεμάτα άγρια χέρια! Κι ολέθρια, ως τα ζιζάνια, κεφάλια σειώντας, και χιλιάδες σπόρους τινάζοντας, φονιάδες συγγενείς σε τέκνα τέκνων γέννησαν για αιώνιο αλληλοσπαραγμό! – Φανέρωσέ μου εκείνο που απ τους λόγους του αδερφού σου γοργά το σκότος μου έκρυψε του τρόμου. Πώς ο γιός ο στερνός του τρανού γένους, το γλυκό τέκνο, που έχει να εκδικήση τον πατέρα του, ο Ορέστης πώς εσώθη τη μέρα της σφαγής; Μην όμοια τύχη στου θανάτου τον τύλιξε τα δίχτυα; Γλίτωσε: Ζη; Ζη η Ηλέκτρα;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ζουν.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Χρυσέ ήλιε, τις πιο όμορφές σου αχτίδες δάνεισέ μου, για χάρη απίθωσε τις μπρος στο θρόνο του Δία! Γιατί φτωχή εγώ κι άφωνη είμαι.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Με τη βασιλική γενιά αν σε δένουν φιλοξενίας δεσμοί ή στενώτεροι άλλοι, καθώς η ωραία χαρά σου το προδίνει, τότε δάμασε, κράτα την καρδιά σου! Γιατί σκληρό για έναν που χαίρεται είναι το ξαφνικό το κύλημα στη λύπη. Μονάχα του Αγαμέμνονα το τέλος ξέρεις, βλέπω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μην τούτο δε μου φτάνει;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Έμαθες μόνο τη μισή τη φρίκη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τι να σκιαχτώ άλλο; Ο Ορέστης ζη κ' η Ηλέκτρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Και για την Κλυταιμνήστρα δε φοβάσαι;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ούτ' ελπίδα ούτε φόβος τη λυτρώνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Κι αυτή άφησε τον τόπο της ελπίδας.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μετανιωμένη, το αίμα της μονάχηλυσσώντας έχυσε;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Όχι, από το ίδιοτο αίμα της ωστόσο βρήκε τέλος.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Καθαρώτερα μίλει, μη μ' αφήνης να συλλογιούμαι. Το άγνωστο τα μαύρα φτερούγια χιλιοπανωτά χτυπά στη φοβισμένη κεφαλή μου γύρω.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Διαλέξαν οι θεοί λοιπόν εμένα για μηνυτή μιας πράξης, που ποθούσα μες στο βασίλειο το άφωνο της νύχτας να κρυβόταν; Χωρίς το θέλημά μου με βιάζει το γλυκό σου στόμα. Ωστόσο και θλιβερά αν ζητήση, θα τα λάβη. Σαν έπεσε ο πατέρας, για να σώση τον αδερφό της έκρυψε η Ηλέκτρα κι ο θειος του ο Στρόφιος πρόθυμα τον πήρε, τον ανάθρεψε πλάι με το δικό του γιό, τον Πυλάδη, που έπλεξε τριγύρω στο νιόφερτο δεσμούς φιλίας ωραίους. Κι ως μεγαλώναν, μέσα τους κι ο πόθος μεγάλωνε, το φόνο να εκδικήσουν του βασιλιά. Ανεπάντεχοι, ντυμένοι ξενικά, στη Μυκήνα φτάνουν, τάχα το μήνυμα πως φέρνουν του θανάτου του Ορέστη με τη στάχτη του. Η βασίλισσα τους δέχεται και μπαίνουν. Στην Ηλέκτρα ο Ορέστης φανερώνεται και κείνη του φυσά της εκδίκησης τη φλόγα, που η ιερή της μητέρας παρουσία την έπνιξε. Κρυφά τον πάει στον τόπο που είχε ο πατέρας πέσει, που του αιμάτου του αδιάντροπα χυμένου παλιό χνάρι με αχνές έβαφε αράδες, υποψία γεμάτες, τις συχνά πλυμένες πλάκες. Του ιστορά με την πύρινή της γλώσσα πως το μιαρό κακούργημα είχε γίνει, την άθλια και δουλόπρεπη ζωή της, των προδοτών των τυχερών το θράσος και ποιοι τ' αδέρφια κίντυνοι προσμέναν από τη μάνα που έγινε μητριά τους• εδώ του δίνει το παλιό λεπίδι, που φρύαξε στο γένος του Ταντάλου, κ' η Κλυταιμνήστρα πέφτει από γιού χέρι.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αθάνατοι, που πάντα σε νέα νέφη μακάριοι ζήτε την καθάρια μέρα, για τούτο με χωρίσατε απ τον κόσμο τόσα χρόνια, κοντά σας με φυλάτε τόσο, το παιδικό μου δώσατ' έργο την πύρα της ιερής φωτιάς να τρέφω, την ψυχή μου, παρόμοια με τη φλόγα, σε αδιάκοπη θεόσεβη λαμπράδα μου σύρατε ψηλά στα δώματά σας, μονάχα για να νιώσω του σπιτιού μου πιο αργά και πιο βαθιά τις φρίκες; – Λέγε για τον άμοιρο! Πες για τον Ορέστη!
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ω ας είχα να σου πω το θάνατό του! Πώς βράζοντας απ το αίμα της σφαγμένης ανέβηκε το πνεύμα της μητέρας και στις πανάρχαιες της νυχτιάς τις κόρες κράζει: «Ο φονιάς της μάνας μη σας φύγη! Στον κακούργο χιμάτε! Είναι ταμένος σε σας!» Ακούν αυτές κ' η βαθουλή τους ματιά με δίψα αϊτού κοιτάζει γύρω. Ταράζονται στις μαύρες τις σπηλιές τους κι απ τις γωνιές αγάλια οι σύντροφοί τους, ο Δισταγμός και το Μετάνιωμα, έξω σέρνονται. Απ τον Αχέροντα ανεβαίνει μπρος τους καπνός και μες στο ανταριασμένο στριφούλισμά του ο στοχασμός της πράξης γυρνά άκοπα συγχύζοντας του ενόχου το κεφάλι. Κι αυτές, που το χαμό έχουν έργο, πατούν τη γη τη θεοσπαρμένη, όθε παλιά τις έδιωξε κατάρα. Το γλήγορό τους πόδι το φευγάτον κυνηγά και του δίνουν ησυχία μονάχα για να τον τρομάξουν πάλι.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Άθλιε και συ είσαι σε παρόμοια θέση και νιώθεις τι τραβά ο δυστυχισμένος.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Τι μου λες; Ποιά ονομάζεις όμοια θέση;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Του αδερφού σε βαραίνει και σε ο φόνος• το ξέρω απ το μικρότερο αδερφό σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Δεν το βαστώ, ω ψυχή μεγάλη, νάσαι με τον ψεύτικο λόγο απατημένη. Ένας ξένος στο δόλο μαθημένος, ύφαμα ας πλέκη πλανερό στα πόδια του ξένου για παγίδα: Ανάμεσό μας αλήθεια ας είναι! Είμ' ο Ορέστης και το ένοχο κεφάλι γέρνει στον τάφο και ζητά το θάνατο: μ' όποια μορφή κι αν θέλη, καλώς νάρθη! Όποια κι αν είσαι, λυτρωμό και σένα και του φίλου μου θέλω• εμέ όμως όχι. Χωρίς να θέλης, φαίνεται, εδώ μένεις• τρόπο φυγής ζητάτε, εμέν' αφήστε. Το κορμί μου νεκρό ας ριχτή απ το βράχο, ως τη θάλασσα το αίμα μου ας αχνίση, στο βάρβαρο γιαλό κατάρα ας φέρη! Μα εσείς γυρίστε στην ωραία Ελλάδα, μια νέα ζωή χαρούμενη ν' αρχίστε! (Κάνει πέρα).
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω πληρωμή, του πιο τρανού πατέρα κόρη πιο ωραία, μου κατεβαίνεις τέλος! Πώς στέκεσαι θεόρατη μπροστά μου! Μόλις σου φτάνει η ματιά μου τα χέρια, που με στεφάνια και καρπούς γεμάτα τους θησαυρούς του Ολύμπου φέρνουν κάτω Καθώς ο βασιλιάς από το πλήθος γνωρίζεται των δώρων – γιατί του είναι λίγο ό τι γι' άλλους χίλιους είναι πλούτος – έτσι και σεις, θεοί, απ τα φυλαγμένα, ετοιμασμένα με καιρό και γνώση χαρίσματα γνωρίζεστε. Τι μόνο σεις το καλό μας ξέρετε• το κράτος του μέλλοντος το διάπλατο θωρείτε, όταν τη θέα μας κρύβη κάθε βράδυ ο πέπλος της αντάρας και των άστρων. Ακούτε ατάραχοι, όταν σας ζητούμε παιδικά το γληγόρεμα των πόθων μα το χέρι σας άγουρους δεν κόβει τους ουράνιους χρυσούς καρπούς• κι αλί του, που ακράτητος στο πείσμα σας τους φάει ξινούς για θάνατό του. Ω μην αφήστε την ευτυχία, που χρόνους καρτερούσα, κι ούτε τη στοχαζόμουν, σαν τον ίσκιο του πεθαμένου φίλου να μου φύγη κούφια, αφήνοντας τρίδιπλο τον πόνο!
ΟΡΕΣΤΗΣ (πηγαίνοντας πάλι κοντά της). Αν τους θεούς για σε και τον Πυλάδη καλής, μη μελετήσης τ' όνομά μου! Τον κακούργο, που σμίγεις, δεν τον σώζεις• συμφορά μόνο παίρνεις και κατάρα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Στη μοίρα σου είν' η μοίρα μου δεμένη.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Όχι! Μόνο, ασυντρόφευτο άφησέ με να πάω στους πεθαμένους! Κι αν ακόμα το φονιά με τον πέπλο σου σκεπάσης, από των πάντα ακοίμητων το μάτι δεν τον φυλάς, κ' η παρουσία η δική σου, ω ουράνια, μόνο απόμερα τις σπρώχνει, δεν τις διώχνει. Τ' αδιάντροπα χαλκά τους πόδια το άγιο το δάσος να πατήσουν δεν τολμούν• όμως ακούω μακρόθε κει και δω το άγριο τους γέλιο• Έτσι προσμένουν λύκοι γύρω απ το δέντρο, όπου ο διαβάτης σκαρφάλωσε. Εκεί απόξω μονιασμένες ησυχάζουν μα αν βγω απ' αυτό το δάσος. τότε, τα φιδωτά κεφάλια σειώντας κι ολούθε σκόνη υψώνοντας, πετιούνται και χιμούνε στο θύμα τους.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μπορείς,Ορέστη, ένα γλυκό ν' ακούσης λόγο;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Για ένα φίλο των θεών φύλαξέ τον.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αυτοί σου δίνουν φως ελπίδας νέας.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Σε καπνό μέσα βλέπω το αχνό θάμπος του Αχέροντα στον Άδη να μου φέγγη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μιαν αδερφή έχεις μόνο, την Ηλέκτρα;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Γνώρισα μόνο αυτή• η καλή της μοίρα, που εμάς φριχτή μας φάνηκε, την πρώτη απ του σπιτιού μας τα δεινά νωρίς την πήρε. Ω μη ρωτάς, και συ μη σμίγης τις Ερινύες! Φυσούν απ την ψυχή μου χαιρέκακα τη στάχτη• δεν αφήνουν τα στερνά δαυλιά μέσα μου να σβήσουν της πυρκαϊάς του γένους μας. Αιώνια, επίτηδες λοιπόν συδαυλισμένη και θρεμμένη με θειάφι από τον Άδη, θα καίη η φωτιά μαρτύριο στην ψυχή μου;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Φέρνω γλυκό θυμίαμα στη φλόγα. Ω, της αγάπης την αγνή πνοή σιγοφυσώντας, άφησε του στήθους να σου δροσίση τη φωτιά! Ακριβέ μου, Ορέστη, δεν μπορείς ν' ακούσης; Σου έχει τόσο στις φλέβες το αίμα σου ξεράνει η συνοδεία των τρομερών δαιμόνων; Περνά, ως απ το κεφάλι της Γοργόνας το κορμί σου γητειά και το πετρώνει; Αν το χυμένο μητρικό αίμα κράζη με μουγκή φωνή κάτω προς τον Άδη, της αγνής αδερφής η ευχή δεν πρέπει βοηθούς θεούς από ψηλά να κράξη;
ΟΡΕΣΤΗΣ. Κράζει! Κράζει! Τον όλεθρο μου θέλεις;Μην κρύβεται καμιά Ερινύα σε σένα;Ποια είσαι συ, που η φωνή σου μου ταράζειτόσο φριχτά στα βάθη τους τα σπλάχνα;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Της καρδιάς σου τα τρίσβαθα το λένε:Ορέστη, εγώ είμαι! Δες την Ιφιγένεια!Ζω!
ΟΡΕΣΤΗΣ. Συ;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αδερφέ μου!
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ω, άφησέ με! Φύγε! Άκουσέ με, μη γγίξης τα μαλλιά μου! Φωτιά άσβηστη αποπάνω μου πετιέται, σαν απ της Κρέουσας τον πέπλο. Άφησέ με Σαν ο Ηρακλής, θέλω γώ ο ανάξιος, μόνος θάνατο ντροπιασμένο να πεθάνω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δε θα χαθής! Ω να μπορούσα μόνο νάκουα από σε ήσυχο ένα λόγο! Ω λύσε το δισταγμό μου, ασφάλισε και μένα την ευτυχία, τη χρόνια ικετεμένη. Ένας τροχός από χαρά και θλίψη στην ψυχή μου γυρνά. Απ τον ξένον άντρα η φρίκη με μακραίνει• μα τα σπλάχνα ορμητικά στον αδερφό με σέρνουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Ναός του Βάκχου εδώ είναι και μανία την ιέρεια αχαλίνωτη κυριεύει;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω άκου με! Ω δες πως ύστερ' από τόσο καιρό στην ευτυχία η καρδιά μου ανοίγει, του πιο ακριβού, που έχει για μένα ακόμα ο κόσμος, το κεφάλι να φιλήσω, στην αγκαλιά, που απλωνόταν στους άδειους τους ανέμους, να σφίξω εσέ! Ω άφησέ με! Τι τόσο λαγαρή απ τον Παρνασσό δεν τρέχει η βρύση η αστέρευτη στους βράχους προς τη χρυσή πηδίζοντας κοιλάδα, όσο η χαρά αναβρύζει απ την καρδιά μου κι ως θάλασσα ευτυχίας με πλημμυρίζει. Ορέστη! Ορέστη! Αδερφέ μου!