Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η τρικυμία», sayfa 2

Yazı tipi:

ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο, ψέμματα γιομάτο, οπού το δάρμα ακούς, όχι την καλοσύνη· λάσπη 'καθώς είσαι, εγώ εφέρθηκα προς εσέ με φιλάνθρωπα σπλάχνα, και σ' επήρα και σ' είχα εις το σπήλαιο μου, όσο που επάσχισες ν' ατιμάσης το τέκνο μου.

ΚΑΛΙΜΠ. Ω! Ω! Ω! – να μου 'χε πιτύχει! μ' επρόλαβες, ειδεμή θα εγιόμιζα τούτο το νησί Καλιμπάνους.

ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο μισητό, όπου σφραγίδα καλού καμμία δεν πιαίνει, και όπου χωράει κάθε κακό! Εγώ σ' ελυπήθηκα, επαιδεύθηκα για να σε κάμω να μιλήσης, σ' εμάθαινα πότε το ένα πράμμα, πότε το άλλο· ενώ μήτε συ ο ίδιος, άγριε, τι ήθελες να πης μέσα σου δεν ήξερες, αλλά εγαύγυζες ωσάν κτήνος, εχάρισα εγώ των λογισμών σου λόγια, που τους έκαμαν γνωστούς· όμως η αισχρή γενειά σου, και ας έμαθες, είχε εις τον εαυτό της κάτι, οπού μ' αυτό δεν ημπορούσαν να συγκάμουν ταγαθά πλάσματα· για τούτο, όπως σ' άξιζε, σ' επεριόρισα μέσα σε τούτη την πέτρα, ενώ σου έπρεπε κάτι χειρότερο από φυλακή.

ΚΑΛΙΜΠ. Μίλια μ' εμάθετ' εσείς· σε τούτο μοναχά μ' ωφέλησε· ξέρω και καταριούμαι· λοιμική να σας θερίση, γιατί μου εμάθετε τη μιλιά σας!

ΠΡΟΣΠ. Στρίγλας γέννημα, φεύγ' από δω. Φέρε μας ξύλα μέσα, και γλήγορα, για καλύτερο σου· είναι και άλλη δουλειά. Σηκώνεις τες πλάτες, παληόκορμο; αν αμελήσης, ή αν κάμης κακοθέλητα την παραμικρή από τες προσταγές μου, σε στρεβλώνω με γεροντικά μουδιάσματα, σου γιομίζω τα κόκκαλα σφάγια, όσο να βγάλης μουγκρίσματα και βοή, τα θεριά να τρομάξουν.

ΚΑΛΙΜΠ. Μη, παρακαλώ σε! – (Μόνος του). Πρέπει να υπακούσω· τόσο μπορεί η τέχνη του, ώστ' ήθελ' είναι αρκετή να υποτάξη τον Θεό της μητρός μου, τον Σέτεβο, να τον προσκυνήση.

ΠΡΟΣΠ. Μ' ακούς, ανδράποδο: (Ο Κάλιμπαν βγαίνει).

(Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, λαλώντας και τραγουδώντας. Ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ τον ακολουθάει).

Το τραγούδι του Άριελ.

 
Εδώ στους άμμους φθάσετε,
κ' εδώ χεροπιασθήτε·
δώστε φιλιά και λάβετε
(το κύμα αποκοιμείται)
κ' εδώ 'πιδέξιο στήσετε
στην αμμουδιά, χορό.
Και αντιφωνήστε, Πνεύματα,
γλυκά σ' ό,τι λαλώ,
να, να, τους αγροικώ.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Τον πέτειν' αγροικάω.
με κορδωμένο φέρσιμο.
λαλεί κουκουρουκού.
 

ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν αχάει· – και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει. Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. – Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι.

Ο Άριελ τραγουδάει.

 
Εις πολύ βάθος κοίτεται
το σώμα του πατρός σου^
κοράλια είναι τα κόκκαλα,
τα μάτια μαργαρίτες.
Κάθε φθαρτό της φύσης του^
μέσα στο κύμα πέρνει
ξένη μορφή πολύτιμη,
και η κόρες της θαλάσσης
απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο
βαρούν για τη θανή του.
Άκου τες· τώρα τες γροικώ,
ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν.
Αντιφ. Ντιν, ντον.
 

ΦΕΡΔΙΝ. Το τραγούδι αναφέρει τον πνιγμό του πατρός μου· τούτο δεν είναι ανθρώπινο πράμμα, μήτε είναι ήχος της γης. Τώρα το ακούω αποπάνου μου.

ΠΡΟΣΠ. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, και λέγε, τι βλέπεις εκεί πέρα;

ΜΙΡ. Τι είν' αυτό; ένα πνεύμα; Θεέ μου, πώς κυττάζει τριγύρω!

Πίστεψε με, αφέντη, η μορφή του είναι καλή. – Αμμ' είναι πνεύμα!

ΠΡΟΣΠ. Όχι, κόρη μου· τρώει και κοιμάται, κ' έχει τες ίδιες αισθήσεις, που έχουμε κ' εμείς· τες ίδιες· τούτος ο καλός νέος, που βλέπεις, ευρέθη στο καραβοτσάκισμα, και, αν δεν τον είχε βλάψει κομμάτι η θλίψη, η οποία είναι ο μαρασμός της ωμορφιάς, μπορούσες να τον ειπής ωραίον.. Έχασε τους συντρόφους του, και περιπλανιέται να τους εύρη.

ΜΙΡ. Ημπορούσα να τον ειπώ θεοτικόν, γιατί εις την φύση πράμμα τόσο λαμπρό ποτέ μου δεν είδα.

ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Προχωρεί, βλέπω, καταπού τα σπρώχνει η ψυχή μου.

Πνεύμα, εκλεκτό πνεύμα, σ' ελευθερώνω γι' αυτό σε δυο ημέραις.

ΦΕΡΔΙΝ. Άσφαλτα είν' η θεά, που αυτά τα τραγούδια ακολουθάνε! – Δέξου να σε ρωτήσω ταπεινά εάν μένης εις τούτο το νησί, και να μου δώσης καμμίαν καλήν οδηγία, πώς πρέπει εδώ να πορεύωμαι· ο πόθος μου ο πρώτος, και πρέπει τέλος να σου τ' ομολογήσω, είναι, ω εσύ, θαύμα, να μάθω, αν είσαι θνητή κόρη ή όχι.

ΜΙΡ. Θαύμα δεν είμαι, κύριε, αλλά βέβαια μία κόρη.

ΦΕΡΔΙΝ. Η γλώσσα μου! Ουρανοί! απ' όσους την ομιλούν εγώ είμ' ο καλύτερος! ανίσως ευρισκόμουν εκεί, όπου αυτή μιλιέται.

ΠΡΟΣΠ. Πώς! ο καλύτερος; τι εγενόσουν ανίσως σ' άκουε ο βασιλέας της

Νεάπολης.

ΦΕΡΔΙΝ. Ένας έρημος, ορφανός, οποίος είμαι τώρα; που θαυμάζει να σ' ακούη να μελετάς τον βασιλέα της Νεάπολης· αυτός με αγροικάει, και, γιατί με αγροικάει, κλαίω· εγώ ο ίδιος είμαι ο βασιλέας της Νεάπολης, εγώ, που με τούτα τα μάτια (και από εκείνη τη στιγμή δεν έπαυσε η πλημμύρα τους), είδα τον πατέρα μου, τον βασιλέα, να καταποντισθή.

ΜΙΡ. Ωιμένα, ωιμένα!

ΦΕΡΔΙΝ. Και, στην τιμή μου, μαζή μ' όλους τους αυλικούς του· ομοίως, ο

Δούκας του Μιλάνου και ο καλός υιός του είναι ξεχωρισμένοι για πάντα.

ΠΡΟΣΠ. Ο Δούκας του Μιλάνου και η καλύτερη θυγατέρα του ημπορούσαν να σ' αποστομώσουν, αν ήταν τώρα καιρός. (Μόνος του). Πρώτη ματιά κ' επαίξανε τα μάτια του! – Άριελ, αξιόλογο πνεύμα, για τούτο θα σου χαρίσω την ελευθερία! – Ένα λόγο, κύριε, – κάπως έβλαψες τον εαυτό σου, φοβούμαι· – ένα λόγο, κύριε.

ΜΙΡ. Για ποίαν αιτία ομιλεί τόσο σκληρά ο πατέρας μου; Τούτος είναι ο τρίτος άνδρας, οπού εγώ βλέπω, για τούτον επρωτοστέναξα· η ευσπλαχνία ας κινήση τον πατέρα μου, προς το μέρος μου να κλίνη!

ΦΕΡΔΙΝ. Ω! αν είσαι παρθένα, κ' είν' ακόμ' απαράδοτη η αγάπη σου, θα σε κάμω βασίλισσα της Νεάπολης.

ΠΡΟΣΠ. Αγάλι, Κύριε· ένα λόγο ζητώ. – (Μόνος του). Καθένας τους είναι εις του άλλου την εξουσία· πλην η υπόθεση πάρα γοργά προχωρεί, και χρειάζεται να την δυσκολέψω, μήπως το ευκολοκέρδιστο πράμμα φανή αψήφιστο εύρεμα. – Ένα λόγο, κύριε, – σου λέγω να μ' ακούσης· – του λόγου σου εδώ κλέφτεις ένα ξένο όνομα, κ' εμπήκες εις τούτο το νησί κατάσκοπος, να μου το πάρης εμένα, που είμαι ο κύριός του.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, σε βεβαιώνω, ωσάν άνδρας.

ΜΙΡ. Τίποτε κακό δεν δύναται να μείνη μέσα εις παρόμοιον ναό. Αν το πονηρό Πνεύμα έχη τόσο ώμορφο σπίτι, ταγαθά όντα θα πολεμούνε να κατοικήσουνε μαζή του.

ΠΡΟΣΠ. (Προς τον Φερδινάνδον). Ακολούθα με. – (Προς την Μιράντα). Μην ομιλής εσύ γι' αυτόν· είν' ένας προδότης. (Προς τον Φερδινάνδον). Προβάτει· θα σου αλυσοδέσω λαιμό και πόδι· αντάμα, θα πίνης άρμη, θα τρως νερόχορτα, μαραμμένες ρίζες, και τα τζέφλια όπου εκουναρήθη το βαλανίδι. Ακολούθα.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. (Ξεσπαθώνει).

ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός.

ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: – Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα. Έλα, άφησε αυτή τη στάση· μάθε ότι εγώ είμ' αρκετός να σε ξαρματώσω τώρα με τούτο το ραβδί, και να κάμω να πέση το σπαθί σου.

ΜΙΡ. Αν μ' αγαπάς, πατέρα!

ΠΡΟΣΠ. Άφησέ με, μην πιάνεσαι από τα ρούχα μου.

ΜΙΡ. Αφέντη, λυπήσου με· εγώ του γένομ' εγγυήτρα.

ΠΡΟΣΠ. Σιωπή! Αν ειπής ένα λόγο ακόμα, με κάνεις να σε μαλώσω, και μη χάσης και την αγάπη μου! Να μιλής εσύ για έναν ψεύτη! Σίγα· εσύ φαντάζεσαι που δεν υπάρχουν άλλες μορφές να του μοιάζουν γιατί δεν έχεις ιδεί άλλους, ειμή αυτόν και τον Κάλιμπαν. Τρελλή κόρη! Σιμά εις το πολύ των ανδρών, τούτος είν' ένας Κάλιμπαν, κ' εκείνοι, σιμά του, άγγελοι.

ΜΙΡ. Η αγάπες μας λοιπόν είναι πολύ ταπεινές· εγώ δεν φιλοτιμούμαι να ιδώ καλύτερον άνδρα.

ΠΡΟΣΠ. (Προς τον Φερδινάνδον). Προβάτει· υποτάξου· τα νεύρα σου εγύρισαν παιδιάρικα, και δεν έχουν δύναμη μέσα τους.

ΦΕΡΔΙΝ. Αληθινά· όλ' η αντρειά μου, ωσάν εις τα ονείρατα, είναι δεμένη· του πατρός μου ο θάνατος, τούτο μου το δείλιασμα, όλων των φίλων μου ο πνιγμός απ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο, που μ' έχει στα χέρι του, οι φοβερισμοί, ήταν όλα αλαφριά για εμένα, ανίσως μέσ' από τη φυλακή μου έβλεπα μία φορά την ημέρα τούτη την κόρη· ελευθερίαν ας χαίρεται καθ' άλλη γωνία της οικουμένης· εμέν' αρκεί παρόμοια φυλακή.

ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Δουλεύει. – Προβάτει. – Έκαμες καλά το χρέος σου, ωραίε Άριελ. (Προς τον Φερδιν. και Μιρ.). Ακολουθείτε με. (προς τον Άριελ). Άκουσε τι θα μου κάμης ακόμα.

ΜΙΡ. Παρηγορήσου· ο πατέρας μου, κύριε, είναι καλύτερης ψυχής άνθρωπος απ' ό,τι φαίνεται με τα λόγια· αυτά, που έκαμε τώρα, δεν τα συνηθάει ποτέ του.

ΠΡΟΣΠ. Θέλει γενής ελεύθερος όσον οι αέρηδες απάνω στα όρη· μόνον κάμε απαράλλακτα την κάθε προσταγή μου.

ΑΡΙΕΛ. Κατά γράμμα.

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε· – πάψε να μιλής γι' αυτόν.

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Έν' άλλο μέρος του νησιού.

Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο

ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι.

ΓΟΝΖ. Παρακαλώ σε, Κύριε, στάσου καλόκαρδος· έχεις, ως έχουμ' εμείς όλοι, αιτία να χαρής· γιατί η σωτηρία μας υπερβαίνει τον χαμό μας· η συμφορά μας δεν είναι από τες σπάνιες· καθημερινώς κάποιου ναύτη η γυναίκα, ο καραβοκύρης, ο έμπορος, έχουν την ιδίαν αφορμή να κλαίνε, όπου έχουμ' εμείς· αλλά για το θαύμα (εννοώ το πώς εσωθήκαμε), ολίγοι σε μυριάδες μπορούν να μιλήσουν ωσάν εμάς· ως είσαι φρόνιμος λοιπόν, αντιζύγιασε τη θλίψη μας με την παρηγοριά μας.

ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε.

ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί.

ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα.

ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί.

ΓΟΝΖ. Κύριε, —

ΣΕΒΑΣΤ. Μία· – λέγε.

ΓΟΝΖ. Ανίσως, όποια θλίψη τύχη, την ξενοδεχθή κανείς, ο ξενοδόχος…

ΣΕΒΑΣΤ. Πλουταίνει.

ΓΟΝΖ. Πλουταίνει, τωόντι, καϋμούς· εμίλησες σωστότερα απ' ό,τι εννοούσες να μιλήσης.

ΣΕΒΑΣΤ. Η εξήγησή σου είναι γνωστικώτερη απ' ό,τι απάντεχα από σε.

ΓΟΝΖ. Λοιπόν, κύριέ μου, —

ΑΝΤΩΝ. Ε! πώς κακοξοδεύει τη γλώσσα του!

ΑΛΟΝΖ. Λυπήσου με, σε παρακαλώ.

ΓΟΝΖ. Καλά, σωπαίνω· όμως…

ΣΕΒΑΣΤ. Θα μιλή.

ΑΝΤΩΝ. Ένα νόστιμο στοίχημα· ποιός από τους δύο θα πρωτολαλήση, αυτός ή ο Αδριανός;

ΣΕΒΑΣΤ. Ο παληοπέτεινας.

ΑΝΤΩΝ. Το πετεινάρι.

ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· τι στοιχηματίζουμε;

ΑΝΤΩΝ. Ένα γέλιο.

ΣΕΒΑΣΤ. Σύμφωνοι.

ΑΔΡΙΑΝ. Μ' όλον ότι τούτη η νήσος φαίνεται έρημη.

ΣΕΒΑΣΤ. Χα! χα! χα!

ΑΝΤΩΝ. Κ' έτσι επλέρωσες το στοίχημα.

ΑΔΡΙΑΝ. Ακατοίκητη και σχεδόν απλησίαστη.

ΣΕΒΑΣΤ. Όμως.

ΑΔΡΙΑΝ. Όμως.

ΑΝΤΩΝ. Μπορούσε να λείψη;

ΑΔΡΙΑΝ. Η κράση της πρέπει εξ ανάγκης να είναι ψιλή, γλυκειά, και τρυφερή.

ΑΝΤΩΝ. Η κοπέλλα ήταν γλυκοτρυφεροζυμωμένη.

ΣΕΒΑΣΤ. Ναίσκε, και ήξερε ψιλές κατεργαριές, καθώς η σοφία του το φανέρωσε.

ΑΔΡΙΑΝ. Εδώ ταέρι πνέει κατά μας γλυκύτατα.

ΣΕΒΑΣΤ. Ως νάχε πλεμόνια και σάπια.

ΑΝΤΩΝ. Ή σαν να ήταν ευωδιασμένο από μία λίμνη.

ΓΟΝΖ. Εδώ βρίσκεις κάθε πράμμα χρήσιμο για τη ζωή.

ΑΝΤΩΝ. Ναι, όξω από τα μέσα για να ζης.

ΣΕΒΑΣΤ. Απ' αυτά δεν είναι κανένα, ή λίγα.

ΓΟΝΖ. Τι δύναμις και τι θυμός σ' εκείνη τη χλωρασιά! τι πρασινάδα!

ΑΝΤΩΝ. Η γη, αλήθεια, είναι λιόκαυτη.

ΣΕΒΑΣΤ. Μ' ένα κομμάτι πρασινάδα στη μέση.

ΑΝΤΩΝ. Αυτός δεν σφάλλει παραπολύ.

ΣΕΒΑΣΤ. Όχι· το μοναχό λάθος του πως είναι βλέπει τα πράμματα ανάποδα.

ΓΟΝΖ. Αλλ' απ' όλα το παραδοξότερο είναι (και είναι σχεδόν απίστευτο) —

ΣΕΒΑΣΤ. Καθώς είναι απίστευτα πολλά παράδοξα.

ΓΟΝΖ. Ότι τα φορέματά μας, που ήταν βουτημένα στη θάλασσα, απόμειναν μ' όλον τούτο άγγιχτα και λαμπρά, όστε θα έλεγες ότι η άρμη τα ματάβαψε, αντί να τα χαλάση.

ΑΝΤΩΝ. Ανίσως μία από τες τσέπες του μπορούσε να μιλήση, αυτή δεν θα τον έψευε;

ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια· ή πολύ άδικα εδεχότουν μέσα της τη μαρτυρία του.

ΓΟΝΖ. Εγώ λέω που η εντυμασιές μας είναι ακόμη καινούριες καθώς τες πρωτοφορέσαμε στην Αφρική, στο γάμο της καλής μας βασιλοπούλας, της Κλάριβελ, με τον βασιλέα του Τουνεζιού.

ΣΕΒΑΣΤ. Καλός γάμος, και καλότυχοι εμείς στο γυρισμό μας!

ΑΔΡΙΑΝ. Το Τούνεζι δεν ετιμήθηκε με άλλη παρόμοια βασίλισσα.

ΓΟΝΖ. Ποτέ, από τον καιρό της χήρας Διδώς.

ΑΚΤΩΝ. Ω! της χήρας Διδώς! ω το κουτόλογο! τι μπαίνει αυτή η χήρα! η χήρα Διδώ!

ΣΕΒΑΣΤ. Και τι; αν είχε μελετήσει και τον απόχηρον Αινεία; Μην παραξενεύεσαι τόσο εύκολα, Κύριέ μου.

ΑΔΡΙΑΝ. Η χήρα Διδώ, είπες; με κάνεις και συλλογίζομαι απάνου σ' αυτό· ήταν από την Καρχηδόνα, όχι από το Τούνεζι.

ΓΟΝΖ. Αυτό το Τούνεζι, Κύριε, ήταν η Καρχηδόνα.

ΑΔΡΙΑΝ. Η Καρχηδόνα;

ΓΟΝΖ. Σε βεβαιώνω, η Καρχηδόνα.

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή!

ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια.

ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο;

ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του.

ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά.

ΓΟΝΖ. Πώς;

ΑΝΤΩΝ. Έλα· άλλο δεν έχω να ειπώ.

ΓΟΝΖ. Ελέγαμε, Κύριε, πως τα φορέματά μας φαίνονται τώρα καινούρια, σαν τον καιρό που ευρισκόμασθε στο Τούνεζι, στο γάμο της θυγατέρας σου, που τώρα είναι βασίλισσα.

ΑΝΤΩΝ. Κ' η αξιολογώτερη απ' όσες ποτέ επήγαν εκεί!

ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ, από τον καιρό της χήρας Διδώς.

ΑΝΤΩΝ. Ναι, της χήρας Διδώς. Η χήρα Διδώ!

ΓΟΝΖ. Δεν είναι το σωκάρδι μου καινούριο σαν την ημέρα που το πρωτόβαλα; ενοώ, σε κάποιον τρόπο.

ΑΝΤΩΝ. Ώμορφα εψαρεύθηκε αυτός ο τρόπος.

ΓΟΝΖ. Όταν το εφόρεσα στο γάμο της θυγατέρας σου;

ΑΛΟΝΖ. Μου μπήχνετε αυτά τα λόγια στ' αυτιά, και βιάζετε την υπομονή της ψυχής μου! Να μην είχα ποτέ στεφανώσει τη θυγατέρα μου εκεί! γιατί ερχόμενος από 'κεί χάνω τον υιό μου· μηδ' εκείνη (τόσο μακρυά την έχω από την Ιταλία) ελπίζω να την ματαϊδώ. Ω συ, κληρονόμε μου της Νεάπολης και του Μιλάνου, ποιο τέρας του πελάου σ' εχορτάσθη;

ΦΡΑΓΚ. Κύριε, μπορεί να ζη· Τον είδα να κτυπάη ταφρισμένα νερά, τάχε αποκάτου, και τα κυρίευε· τη θάλασσα επατούσε, σπρώχνοντας από κοντά του την έχθρα της, με τα στήθια κατά τον αφρό, που τον απαντούσε ολοφούσκωτος· την άφοβη κεφαλή του εβαστούσε αποπάνου από τα ωργισμένα κύματα, και με τα χέρια του, καλά κουπιά, ανδρειωμένα λαμνοκοπούσε πάντα κατά τη στερηά, η οποία έγερνε απάνου στα γλειμμένα θεμέλια της, ωσάν να έσκυφτε για να τον βοηθήση. Είμαι βέβαιος ότι εβγήκε στη γη ζωντανός.

ΑΛΟΝΖ. Όχι, όχι, τον έχασα.

ΣΕΒΑΣΤ. Κύριε, για τη μεγάλη συμφορά κάτεχε χάρι του εαυτού σου, που δεν ηθέλησες να μακαρίσης την Ευρώπη μας με τη θυγατέρα σου, αλλά επροτίμησες να την χάσης μ' έναν Αφρικανό· κ' εκεί τολιγώτερο που μπορεί να πάθη είναι να βρίσκεται εξωρισμένη από τα μάτια σου που τώρα την κλαίουν.

ΑΛΟΝΖ. Παρακαλώ σε, πάψε.

ΣΕΒΑΣΤ. Εγονυκλιθήκαμε μπροστά σου, και πόσ' άλλα δεν εκάμαμ' εμείς όλοι για να σου αλλάξουμε τη γνώμη· ως και της κόρης η ωραία ψυχή, ζυγιάζοντας, αυτού του γάμου το μίσος και τη φιλόστοργη υποταγή της, εδίσταζε πού να κλίνη. Εχάσαμε τον υιό σου, φοβούμαι, για πάντα· ετούτη η υπόθεση εχήρεψε στο Μιλάνο και στη Νεάπολη περισσότερες γυναίκες απ' όσους άνδρες γυρίζουν με μας να τες παρηγορήσουν. Το φταίσμα είναι δικό σου.

ΑΛΟΝΖ. Δικός μου και ο ακριβώτερος χαμός.

ΓΟΝΖ. Κύριέ μου Σεβαστιανέ, της αλήθειας, που φλέγεις, λείπει κομμάτι ο ευγενικός ο τρόπος, και ο καιρός· τρίβεις την πληγή, ενώ έπρεπε να την γλυκάνης.

ΣΕΒΑΣΤ. Εξαίρετα.

ΑΝΤΩΝ. Και ωσάν άξιος χειρουργός.

ΓΟΝΖ. Μαυρίλα έχομεν όλοι μας, Κύριε, όταν είσαι συγνεφιασμένος.

ΣΕΒΑΣΤ. Μαυρίλα;

ΑΝΤΩΝ. Μαύρη και σκοτεινή!

ΓΟΝΖ. Ανίσως μου έδιναν να φυτέψω τούτο το νησί, κύριέ μου —

ΑΝΤΩΝ· θα το εφύτευε τσουκνίδα.

ΣΕΒΑΣΤ. Ή ξυνόχορτο, ή μολόχα.

ΓΟΝΖ. Και αν ήμουν ο βασιλέας του νησιού, τι ήθελα να κάμω;

ΣΕΒΑΣΤ. Θα σου έλειπε το κρασί, και δεν θα μεθούσες.

ΓΟΝΖ. Εις την πολιτεία μου κατώρθωνα κάθε πράμμα με ασυνήθιστους τρόπους· γιατί δεν ήθελε υποφέρω καμμιάς λογής εμπόριο· αρχές, μήτε να μελετιώνται· τα γράμματα, αγνώριστα· δούλοι, τίποτε· πλούτη και φτώχια, όξω· συμφωνίες, διαδοχές, κάτω· τέρμονας εις την γη, κανένας· η γη, άσκαφτη, ξαμπέλωτη· μήτε μέταλλα, μήτε στάρι, μήτε κρασί, μήτε λάδι· καμμιά δουλειά· οι άνδρες άνεργοι όλοι, και η γυναίκες ακόμη, πλην άφθαρτες και καθαρές· βασιλεία, καμμία.

ΣΕΒΑΣΤ. Και μ' όλον τούτο ήθελε να είναι ο βασιλέας.

ΑΝΤΩΝ. Το τέλος της πολιτείας του ξαστοχάει την αρχή.

ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου.

ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;

ΑΝΤΩΝ. Ολότελα, αδελφέ μου· αργοί όλοι· αμαρτωλές και κατεργαρέοι.

ΓΟΝΖ· θα κυβερνούσα, Κύριε, τόσο τέλεια, ώστε να νικήσω τον χρυσόν αιώνα.

ΣΕΒΑΣΤ. Ζήτω η Μεγαλειότης σου!

ΑΝΤΩΝ. Ζήτω ο Γονζάλος!

ΓΟΝΖ. Μ' αφοκράζεσαι, Κύριε;

ΑΛΟΝΖ. Παρακαλώ, πάμε· για με δεν είναι τίποτε αυτά που μιλείς.

ΓΟΝΖ. Σε πιστεύω, Κύριε· και γι' άλλο δεν τόκαμα παρά για να δώσω αιτία τούτων των κυρίων, πώχουν πλευρά τόσο γαργαλιστικά και καλοκίνητα, ώστ' ένα τίποτε τους παρακινεί να γελάνε.

ΑΝΤΩΝ. Για το υποκείμενό σου εγελούσαμε.

ΓΟΝΖ. Που σε τούτο το είδος τρελλού μετεωρισμού είναι ένα τίποτε μπροστά σας· μην παύετε λοιπόν, και γελάτε ακόμα για ένα τίποτε.

ΑΝΤΩΝ. Είδες κοπανιά που μας έσυρε;

ΣΕΒΑΣΤ. Μόν' επήγε χαμένη.

ΓΟΝΖ. Εγεννηθήκατε άνδρες τολμηρόκαρδοι· σεις θα εμετατοπίζετε το φεγγάρι από τη σφαίρα του, αν ετύχαινε για πέντε βδομάδες να μην αλλάξη.

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, τραγουδώντας με σεμνόν ήχο.

ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια, κ' έπειτα θα εκυνηγούσαμε νυκτερίδες.

ΑΝΤΩΝ. Έλα, κύριέ μου, μη θυμώνης.

ΓΟΝΖ. Όχι, σας βεβαιώνω, δεν ριψοκινδυνεύω τόσο εύκολα τη γνώση μου· θέλετε να με περιγελάτε αποκοιμημένον; γιατί νυστάζω.

ΑΝΤΩΝ. Πέσε κοιμήσου, και άκουέ μας.

Αποκοιμούνται όλοι, όξω από τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, τον ΑΝΤΩΝΙΟ και τον ΑΛΟΝΖΟ.

ΑΛΟΝΖ. Πώς; είναι και αποκοιμημένοι! Επιθυμούσα κ' εγώ τα μάτια μου να κλείσουν, και μ' αυτά οι στοχασμοί μου. Αισθάνομαι, που κλίνουν εις τον ύπνο.

ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, Κύριε, μην αρνηθής το βαρύ κάλεσμά του· σπανίως έρχεται να εύρη τη θλίψη· όταν έρχεται, είναι παρηγορητής.

ΑΝΤΩΝ. Εμείς οι δύο, Κύριε, μένουμε φύλακες, ενώ αναπαύεσαι, αγρυπνώντας για την ασφάλειά σου.

ΑΛΟΝΖ. Ευχαριστώ σας. Αξιοθαύμαστο βάρος!

Ο ΑΛΟΝΖΟΣ αποκοιμιέται, ο ΑΡΙΕΛ βγαίνει.

ΣΕΒΑΣΤ. Τι παράδοξος ύπνος τους επλάκωσε!

ΑΝΤΩΝ. Προέρχεται από τον αέρα.

ΣΕΒΑΣΤ. Γιατί λοιπόν δεν βαραίνει ως και τα βλέφαρά μας; Εγώ δεν νυστάζω.

ΑΝΤΩΝ. Ούτ' εγώ· τα λογικά μου είν' ελαφρά. Έπεσαν όλοι μαζή σαν ματιαγμένοι· τους έρριξε χάμου σαν αστροπελέκι. Τι μπορούσε, άξιε Σεβαστιανέ; – Ω! τι μπορούσε! – φθάνει· – και όμως, θαρρώ, στο πρόσωπό σου βλέπω το τι έπρεπε νάσαι· η ευκαιρία σου μιλεί· η δυνατή φαντασία μου θωράει μία κορώνα, η οποία κατεβαίνει απάνου στην κεφαλή σου.

ΣΕΒΑΣΤ. Τι; είσαι έξυπνος;

ΑΝΤΩΝ. Δεν μ' ακούς που μιλώ;

ΣΕΒΑΣΤ. Σ' ακούω· και βέβαια είναι μια αποκοιμημένη ομιλία, και συ μιλείς εις τον ύπνο σου. Σαν τι ήταν αυτό που είπες; Παράξενη ανάπαυση! μ' ολάνοικτα μάτια κανένας να κοιμάται! να στέκη να μιλή, να κινιέται, και να κοιμάται βαθυά!

ΑΝΤΩΝ. Μεγαλόψυχε Σεβαστιανέ, αφίνεις τη μοίρα σου να κοιμάται, – μάλιστα, να πεθάνη· και, έξυπνος, έχεις τα μάτια σφαλισμένα.

ΣΕΒΑΣΤ. Εσύ φανερά ρουχαλίζεις, και τα ρουχαλίσματά σου ακούονται.

ΑΝΤΩΝ. Είμαι σοβαρώτερος παρ' ό,τι συνηθώ· πρέπει να γένης και συ το ίδιο, και κάνοντάς το, τριπλασιάζεσαι.

ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· είμαι ατάραχος ωσάν νερό στεκάμενο.

ΑΝΤΩΝ. Εγώ θέλει σε μάθω να τρέχης.

ΣΕΒΑΣΤ. Τρέχα συ· μία προγονική οκνηρία μ' έμαθε να φυλάω τα ρηχά.

ΑΝΤΩΝ. Ω! να ήξερες πόσο λατρεύεις την ιδέα εκεί που την αναπαίζεις! πόσο, γδύνοντάς την, πλέον σφικτά την περιλαμβάνεις! Μάλιστα οι άνθρωποι, που αγαπούν τα ρηχά, τρέχουν πολλές φορές σιμά στα βάθη· εκείν' η ίδια δειλιά τους, είτε η οκνηρία, τους σέρνει.

ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, λέγε· το κύτταγμά σου, η όψη σου, κηρύττουν κάτι σημαντικό, και ένα γέννημα βέβαια, που σου δίνει μεγάλη οδύνη όσο να φανερωθή.

ΑΝΤΩΝ. Ιδού, Κύριε. Μ' όλον ότι εδώ ο Κύριος με το αδύνατο θυμητικό, τούτος (ο οποίος δεν θενάχη περισσότερο θυμητικό αφού σκεπασθή με χώμα), από τώρα σχεδόν εκατάπεισε (γιατί άλλο να κάμη δεν ηξέρει) τον βασιλέα, ότι ο υιός του ζη, όμως είναι τόσο αδύνατο να μην επνίγη, όσο είναι αδύνατο τούτος, που κοιμάται εδώ, να πλέη.

ΣΕΒΑΣΤ. Δεν έχω καμμιάν ελπίδα να μην επνίγη.

ΑΝΤΩΝ. Ω! αυτή η καμμιά σου ελπίδα πόσο μεγάλη σου γεννάει άλλην ελπίδα! Η καμμιά σου ελπίδα κατοικεί, σου δείχνει αλλού μία τόσο υψηλή, ώστε η ίδια φιλοδοξία δεν είναι αρκετή να ξανοίξη τίποτε παρέκει, και εις το εύρεμά της ακόμη απορεί. Ομολογείς μ' εμέ πως ο Φερδινάνδος επνίγη;

ΣΕΒΑΣΤ. Πάει.

ΑΝΤΩΝ. Τώρα, λέγε μου, κατόπι του ποιος είναι ο διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης;

ΣΕΒΑΣΤ. Η Κλάριβελ.

ΑΝΤΩΝ. Αυτή, που είναι βασίλισσα του Τουνεζιού· αυτή που βρίσκεται στα πέρατα της γης· αυτή, που όσο να λάβη μίαν είδηση από τη Νεάπολη, (γιατί δεν έχει μηνυτή τον Ήλιο, δεν λέω ταργό φεγγάρι) τραχαίνει και βγάνει τρίχες ταπαλό πηγούνι του βρέφους· αυτή, η αιτία που μας εκατάπιε όλους η θάλασσα, η οποία έβγαλε πάλι όξω κάποιους από μας, όπως κατορθώσουν πράξη, πώχει πρόλογο τα περασμένα. Τα ερχόμενα είναι δουλειά δική σου και δική μου.

ΣΕΒΑΣΤ. Τι λογής πράμμα είν' αυτό; πώς είπες; είναι βέβαιο ότι η θυγατέρα του αδελφού μου είναι βασίλισσα του Τουνεζιού, ότι είναι και διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης· σ' αυτούς τους τόπους ανάμεσα είναι κάμποσο διάστημα.

ΑΝΤΩΝ. Ένα διάστημα, που κάθε του οργιά, σου φαίνεται, φωνάζει. «πώς θα μας ξαναμετρήση τούτ' η Κλάριβελ για να γυρίση στη Νεάπολη;» – Μείνε στο Τούνεζι, και ας μην κοιμάται ο Σεβαστιανός! Υπόθεσε ότι είναι θάνατος αυτό, που τους άδραξε τώρα· αυτοί δεν ήθελ' ευρίσκονται χειρότερα απ' ό,τι είναι. Δεν λείπουν άνθρωποι άξιοι να κυβερνήσουν τη Νεάπολη έτσι, όπως τούτος που κοιμάται· ευρίσκονται αυλικοί, που ξέρουν πολλές και άτοπες ομιλίες όσες ετούτος ο Γονζάλος. εγώ ο ίδιος μπορώ να περισσολογώ άλλο τόσο. Ω! να είχες και συ το στοχασμό μου! τι ύπνος ετούτος για το μεγαλείο σου! Μ' εννοείς;

ΣΕΒΑΣΤ. Μου φαίνεται, σ' εννοώ.

ΑΝΤΩΝ. Κ' η καρδιά σου καλοδέχεται τη χρυσή σου τύχη;

ΣΕΒΑΣΤ. Θυμούμαι που εσύ έβγαλες τον αδελφό σου τον Πρόσπερο.

ΑΝΤΩΝ. Αλήθεια· και ιδές, πόσο μου αρμόζουν αυτά τα φορέματα! πολύ καλύτερα παρά πρώτα. Οι δούλοι του αδελφού μου ήταν τότε συντρόφοι μου, τώρα με προσκυνούνε.

ΣΕΒΑΣΤ. Πλην η συνείδησή σου —

ΑΝΤΩΝ. Μάλιστα, Κύριε· πού φωλιάζει αυτό; ανίσως ήταν μία χιονίστρα, ήθελε μ' αναγκάσει να πλατύνω το πόδημα· αλλ' εγώ δεν ακούω μέσα μου αυτήν την θεότητα· είκοσι συνείδησες, ανάμεσό μου και της βασιλείας του Μιλάνου, ας πήξουνε και ας λυώσουνε, δεν με πειράζει! Εδώ κοίτεται ο αδελφός σου, – άξιζε τάχα περισσότερο από το χώμα που κοίτεται, ανίσως αυτός ήταν εκείνο που φαίνεται; με τούτο το πιστό σίδερο, τρία δάκτυλα μέσα, εγώ του στρώνω το κρεββάτι για πάντα, ενώ εσύ, αν έκανες το ίδιο, στην αιώνια τύφλα θα έμπαζες το μουχλιασμένο εκείνο γεροντάκι με τες φρόνιμες νουθεσίες, να μην τον έχουμε να μας κατακραίνη. Όσο για τους άλλους, αυτοί θέλει μας ακούνε με την προθυμία, που ο γάτος γλύφει το γάλα· θέλει βαρούν την ώρα σε ό,τι ειπούμ' εμείς, που αρμόζει του καιρού.