Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η τρικυμία», sayfa 3

Yazı tipi:

ΣΕΒΑΣΤ. Ακολουθώ, φίλε, τα καμώματά σου. Όπως εσύ απόκτησες το Μιλάνο, ομοίως κ' εγώ παίρνω τη Νεάπολη· ξεσπάθωσε· ένα κτύπημα σ' ελευθερώνει από το δόσιμο που πληρώνεις, κ' εγώ, ο βασιλέας, θέλει σ' αγαπώ.

ΑΝΤΩΝ. Ξεσπάθωσε σύγχρονα και συ, και άμα σηκώσω το χέρι μου, κάμε και συ το ίδιο, και κτύπησε τον Γονζάλο.

ΣΕΒΑΣΤ. Στάσου! ένα λόγο μοναχά. (Συνομιλούν παράμερα).

Μουσική. Ο ΑΡΙΕΛ μεταμπαίνει αόρατος.

ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου με το μέσο της τέχνης του προβλέπει τον κίνδυνο που βρίσκονται τούτοι οι φίλοι του, και με στέλνει (ειδεμή το σχέδιό του αφανίζεται) να τους φυλάξω τη ζωή.

Τραγουδάει στο αυτί του ΓΟΝΖΑΛΟΥ.

 
Ενώ κοιμάσ' αμέριμνα,
Καιρό δεν χάνει η άγρυπνη
Κοντά σου η Προδοσιά.
Αν θέλης τη ζωούλα σου,
Διώξε τον ύπνο, πρόσεχε.
Σήκω, σου λέω, γοργά.
 

ΑΝΤΩΝ. Λοιπόν γλήγορα κ' οι δύο.

ΓΟΝΖ. Άγγελοι καλοί, φυλάξτε τον βασιλέα!

ΑΛΟΝΖ. Α! Α! ξυπνάτε! – Γιατί ξεσπάθωτοι; γιατί εκείνο το ξαγριεμμένο κύτταγμα;

ΓΟΝΖ. Τι εσυνέβηκε;

ΣΕΒΑΣΤ. Ενώ εστεκόμεθα εδώ, κ' εφυλάγαμε την ανάπαυσή σας, τώρα, τώρα, ακούσαμε ξάφνου ένα κουφομούγγρισμα, σαν από βουβάλια, ή καλύτερ' από λιοντάρια· δεν σας εξύπνησε; μου βρόντησε στ' αυτί τρομακτικά.

ΑΛΟΝΖ. Δεν άκουσα το παραμικρό.

ΑΝΤΩΝ. Ω! ήταν βοή αρκετή να δειλιάση κ' ένα θερίο, να κάμη σεισμό· εμούγγριζε βέβαια ένα κοπάδι λιοντάρια.

ΑΛΟΝΖ. Άκουσες αυτά, Γονζάλε;

ΓΟΝΖ. Στην τιμή μου, Κύριε, άκουσα ένα μουρμούρισμα, ένα πολύ παράξενο μουρμούρισμα, που μ' εξύπνησε· σ' ετάραξα, Κύριε, κ' εφώναξα· ανοίγω τα μάτια, και βλέπω τα σπαθιά τους γυμνά· – ακούστηκ' ένας αχός, αυτό είν' αλήθεια, είναι καλύτερα, νάχουμε τον νου μας, ή να φύγουμ' από δω· ας ξεσπαθώσουμε.

ΑΛΟΝΖ. Ας έβγουμ' από τούτον τον τόπο, και ας κάμουμε και άλλες έρευνες για τον υιό μου.

ΓΟΝΖ. Ο θεός να τον φυλάξη από τα θεριά· γιατί βέβαια στο νησί βρίσκεται.

ΑΛΟΝΖ. Εμπρός.

ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου, ο Πρόσπερος, πρέπει να μάθη εκείνα, που έκαμα· και συ, βασιλέα, πήγαινε ακίνδυνα, γύρευε τον υιό σου.

ΣΚΗΝΗ Β'

Έν' άλλο μέρος του νησιού.

Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ φορτωμένος ξύλα. Ακούεται βροντή.

ΚΑΛΙΜΠ. Όσα μιάσματα ο Ήλιος ρουφάει μέσ' από βυθίσματα, βάλτους, ρηχά, να πέσουν όλα απάνου στον Πρόσπερο, και να μην του αφήσουν ογγιά σάρκα γερή! Μ' ακούν τα πνεύματά του, κι' όμως εξ ανάγκης πρέπει να καταριούμαι. Αλλέως δεν θα μ' ετσιμπούσαν, δεν θα μ' ετρόμαζαν μ' ίσκιους, δεν θα μ' έμπηχναν στο βούρκο, δεν θα έκαιαν ωσάν δαυλιά στα σκοτάδια, να με παραστρατήσουν, ανίσως εκείνος δεν τους επρόσταζε. Αμμή, για την παραμικρήν αφορμή, τους βάνει να με κυνηγάν πότε ωσάν μαϊμούδες, που μου κάνουν κάθε λογής άσχημα μούτρα, μου τριζοκτυπούν τα δόντια τους, κ' έπειτα με δαγκάν. πότε ωσάν σκατζοχέροι, που μουλώνουν κουβαριασμένοι στο δρόμο εμένα του ξυπόλυτου, και όπου πατήσω μου στηλώνουν ταγκάθια τους. Άλλες φορές πάλι είμαι τυλιγμένος από ένα σωρό φίδια, πού με σχισμένες γλώσσες με βουρλίζουν σφουριξιές. Γεια, τώρα, γεια!

Μπαίνει ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ.

Εδώ έρχεται ένα πνεύμ' από τα δικά του, κ' έρχεται να με βασανίση, γιατί αργώ να φέρω μέσα τα ξύλα. Ας πέσω πίστομα, ίσως να μη με καταλάβη.

ΤΡΙΝΚ. Εδώ δεν είναι ούτε φυτό, ούτε δενδρούλι κανένα για να σκεπασθής από τον καιρό· και ολοένα βράζει και άλλη ανεμοζάλη· την ακούω, που τραγουδάει στον αέρα· εκείν' η μαυρίλα, κείνο το σύγνεφο το τρανό, μοιάζει έν' ασκί χαλασμένο έτοιμο να σκάση. Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. – Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα! Αν ήμουν τώρα στην Αγγλία (σαν άλλη φορά), και είχα τούτο το ψάρι ζωγραφισμένο μοναχά, καθένας ήθελε τρέχη να το ιδή, και ήθελε πλερώνη μ' ασήμι· με τούτο το τέρας εκεί εγενόμουν άνθρωπος· εκεί, όποιος δείξη κάποιο ζώο παράξενο γίνετ' άνθρωπος· αγκαλά δεν δίνουν έναν οβολό για να γλυτώσουν ένα κρατημένον, βγάνουν όξω δέκα για να ιδούν ένα λείψανο της Ινδίας. Με σκέλη, σαν άνθρωπος, και η πλέγες του, σαν χέρια! ζεστό, μα την αλήθεια! αλλάζω γνώμη τώρα· τούτο δεν είναι ψάρι, είν' ένας κάτοικος του νησιού, που προ ολίγου κάτι θα έπαθε από το αστροπελέκι. (Βροντάει). Ωιμένα! Νάσου πάλι η κακοκαιρία! καλύτερα να χωθώ αποκάτου από τη γούνα μου. Άλλο καταφύγιο δεν είναι εδώ τριγύρου. Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. – Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα.

Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί.

 
ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα,
θα τελειώσω στη στερηά.
 

Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου.

(Πίνει).

 
Ο ναύκληρος, ο δούλος του,
Μ' εμέ και μ' άλλους δυο,
Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε,
Την Φρόσω, την Μαριώ.
Την Κατερίνη αφίναμε
Να κουρευθ' η γλωσσού,
Που τάχα δεν της άρεγε
Η οσμή του κατραμιού.
Τους ναύταις καταργιότουνε.
Αμμή το ξέρω γω,
Που για 'να ράφτ' η δύστυχη
Βαστούσε τον καϋμό.
Στη φούρκ' αυτή και ο ράφτης της,
Κ' εμείς για το γιαλό.
 

Άσχημος σκοπός και τούτος· αλλ' ιδού η παρηγοριά μου.

(Πίνει).

ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης, ω!

ΣΤΕΦΑΝ. Τι εσυνέβηκε; Έχουμε διαόλους εδώ; μας γελοπαίζεις μ' άγρια πράμματα, με Ινδιάνους; Α! εγλύτωσα από του να πνιγώ για να σκιαχθώ τώρα τα τέσσερα πόδια σας; Επειδή είναι γραμμένο. «άνθρωπος που αρκουδίζει, δεν τον σκιάζει ποτέ». Και αυτό θ' αληθεύη πάλι όσο ζη ο Στέφανος.

ΚΑΛΙΜΠ. Το πνεύμα με βασανίζει, ω!

ΣΤΕΦΑΝ. Ετούτο είναι κάποιο τέρας του νησιού, τετράποδο, που από κείνο, που εγώ λογιάζω, αρρώστησε· πού στο δαίμονα έμαθε τη γλώσσα μας; Θέλει το βοηθήσω· δεν χάνω τίποτε· ανίσως μου πιτύχη να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, και να το φέρω μαζή μου στη Νεάπολη, αυτό είναι χάρισμα για κάθε βασιλέα που να εφόρεσε ποτέ αγελαδινό τομάρι.

ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης στη ζωή σου· θα φέρω στο σπίτι τα ξύλα το γληγορώτερο.

ΣΤΕΦΑΝ. Βρίσκεται βαρυά, και παραλογάει. Θέλει πιη από το φλασκί μου· ανίσως δεν έπιε κρασί ποτέ του, αυτό θέλει του διώξη τη θέρμη· ανίσως μπορέσω να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, δεν θα ξοδιάζω πολύ γι' αυτό· αυτό μάλιστα θα με πορεύη, και καλά.

ΚΑΛΙΜΠ. Ως την ώρα λίγο με πειράζεις· σε λίγο θα κάμης χειρότερα· το γνωρίζω από το τρεμουλιό σου. Ολοένα δουλεύει απάνου σου ο Πρόσπερος.

ΣΤΕΦΑΝ. Άφηστα αυτά τώρα. Άνοιξε το στόμα σου· ιδού, τούτο σε μαθαίνει να μιλής, γιατί· άνοιξε το στόμα σου· τούτο σου ξετινάζει το τάραμα, σε βεβαιώνω· δεν γνωρίζεις το φίλο σου· άνοιξε πάλι τη μούρη σου.

ΤΡΙΝΚ. Μου φαίνεται σαν να εγνώριζα τούτη τη φωνή, σαν να ήταν του – , αλλ' εκείνος επνίγηκε, και τούτοι είναι διαόλοι! ω θεέ μου.

ΣΤΕΦΑΝ. Τέσσερα πόδια, και δύο φωνές! Έν' αξιόλογο τέρας! τώρα η μπροστινή φωνή έχει να παινέση το φίλο του, και η πισινή θ' ασχημομιλήση και θα κατηγορήση. Ανίσως όλο το κρασί στο φλασκί μου μπορή να το γλυτώση, το κάνω. Έλα! ας είναι! ας χύσω λίγο μέσα στ' άλλο σου το στόμα.

ΤΡΙΝΚ. Στέφανε!

ΣΤΕΦΑΝ. Τάλλο σου το στόμα μ' έκραξε! Θεέ μου, Θεέ, τούτος είναι δαίμονας, όχι τέρας. Του αφίνω γεια· με τον πειρασμό μη πολλά λόγια.

ΤΡΙΝΚ. Αν είσαι ο Στέφανος 'γγίξε με, και μίλησέ μου· γιατί εγώ είμαι ο Τρίνκουλος· – μη σκιάζεσαι, – ο καλός σου φίλος, ο Τρίνκουλος.

ΣΤΕΦΑΝ. Αν είσαι ο Τρίνκουλος, έβγα όξω· να σε σύρω από τα φτενώτερα σκέλη· αν βρίσκωνται εδώ του Τρίνκολου τα σκέλη, βέβαια είναι τούτα· ο Τρίνκουλος όλος! πώς εκατάντησες να σε κάμη κάθισμά του τούτο ταπόρριμμα: Ξέρει και κλάνει Τρίνκουλους;

ΤΡΙΝΚ. Μου εφάνηκε σβυμμένος από ταστροπελέκι. Κ' έτσι δεν επνίγηκες, Στέφανε; τώρα, θαρρώ, δεν επνίγηκες· επέρασ' η ανεμοζάλη; εγώ εκρύφθηκ' αποκάτου από τη γούνα αυτού του ψοφημιού, γιατί εσκιάχθηκα τον καιρό. Λοιπόν ζης, Στέφανε; Ω. Στέφανε, δύο Νεαπολίταις γλυτωμένοι!

ΣΤΕΦΑΝ. Στη ζωή σου, μη μ' ανακατώσης τόσο το στομάχι· δεν βαστάω πάρα πολύ.

ΚΑΛΙΜΠ. Τούτα είναι ψιλά πράμματα, μην ίσως είναι και πνεύματα. Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του.

ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.

ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ ορκίζομ' απάνου σ' αυτό το φλασκί, πως είμαι αληθινός δούλος σου· γιατί τούτο το πιοτό δεν είναι της γης.

ΣΤΕΦΑΝ. Να! ορκίσου λοιπόν, πώς εσώθηκες.

ΤΡΙΝΚ. Εκολύμπησα, αδελφέ, σαν νησσάρι· σου ορκίζομαι, εγώ πλέω σαν νησσάρι.

ΣΤΕΦΑΝ. Να· φίλησε το βιβλίο· αγκαλά ξέρης και πλες σαν νησσάρι, είσαι καμωμένος σαν χήνα.

ΤΡΙΝΚ. Ω Στέφανε! έχεις και άλλο;

ΣΤΕΦΑΝ. Το βουτσί ολάκερο, αδελφέ μου. Το κρασοστάσι μου είναι σ' ένα βράχο παραγιαλού· εκεί έχω κρυμμένο το κρασί μου. Απόρριμμα, μωρέ, πώς πάει η τρεμούλα σου;

ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είσαι ουρανοκατέβατος;

ΣΤΕΦΑΝ. Φεγγαροκατέβατος, σε βεβαιώνω· εγώ ήμουν εκείνον τον καιρό ο άνθρωπος του φεγγαριού.

ΚΑΛΙΜΠ. Αλήθεια· εγώ σ' είδα μέσα στο φεγγάρι, και σε λατρεύω· η κυρά μου μού 'δειξε που ήσουν με το σκυλί σου, και με το βάτο σου.

ΣΤΕΦΑΝ. Κόπιασε, ορκίσου απάνου σ' αυτό· φίλησε το βιβλίο· σε λίγο το προικίζω με καινούρια γράμματα· ορκίσου.

ΤΡΙΝΚ. Μα τούτο το φως, αυτό είν' ένα κουτό τέρας. Εγώ να το σκιάζωμαι; ένα τιποτένιο τέρας· ο άνθρωπος μέσα στο φεγγάρι; – ένα τέρας, που τα καταπίνει όλα. Τραβάς καλά, τέρας, μα την αλήθεια.

ΚΑΛΙΜΠ. Σου δείχνω κάθε πιθαμή καρπερό χώμα στο νησί, και σου φιλώ τα πόδια· παρακαλώ σε, να σ' έχω θεό.

ΤΡΙΝΚ. Στη ζωή μου, κουτοπόνηρο και μέθυσο τέρας! Την ώρα, που ο θεός του θα κοιμάται, αυτό θα του κλέφτη το φλασκί.

ΚΑΛΙΜΠ. θα σου φιλήσω τα πόδια, θα ορκισθώ δούλος σου.

ΣΤΕΦΑΝ. Έλα, πέσε κάτου, και ορκίσου.

ΤΡΙΝΚ. Θα σκάσω από τα γέλια με τούτο το ζω – τι κατεργάρικο τέρας! – το βάρουνα στην ψυχή μου.

ΣΤΕΦΑΝ. Έλα φίλησε.

ΤΡΙΝΚ. Μόν' που το μαύρο εμέθυσε· ένα βρωμερό τέρας.

ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ σου δείχνω τες καλύτερες βρύσες· σου μαζεύω κούραμα, σου βγάνω ψάρια, σου φέρνω όσα ξύλα αγαπάς. Πανούκλα να κόψη τον τύραννο που δουλεύω! Δεν του κουβαλώ άλλα ξύλα, μόνο σέν' ακολουθώ, θαυμαστέ άνθρωπε.

ΤΡΙΝΚ. Ω γέλια, να ξιππάζεται το μπαίγνιο για ένα μαύρο μεθύστακα!

ΚΑΛΙΜΠ. Θέλε με, παρακαλώ, να σε πάω κει, όπου βγαίνουν η αγριομηλιές, και με τα μακρυά μου νύχια εγώ να σου ξεθάφτω ύκνες, να σου δείξω που φωλιάζει ο πετρίτης, να σου μάθω πώς παγιδεύεται η γοργοκίνητη μαϊμού, να σε φέρω στες στρυμωχτές λεφτοκαρυές, και κάποτε να σου κυνηγώ μικρά ζαρκάδια μέσ' από τα γκρεμά. Έρχεσαι μαζή μου;

ΣΤΕΦΑΝ. Έλα τώρα, δείξε μας το δρόμο, δίχως τόσες πολυλογίες. Τρίνκουλε, επειδή ο βασιλέας και όλ' η συντροφιά μας επνιγήκανε, εμείς τα κληρονομούμ' εδώ. Να, βάστα το φλασκί. Συντεχνίτη μου Τρίνκουλε, το ματαγεμίζουμε σε λίγο.

ΚΑΛΙΜΠ. (Τραγουδώντας μεθυσμένα).

Υγεία σ' αφίνω, αφέντη μου —

ΤΡΙΝΚ. Το τέρας σκούζει, το τέρας μεθάει.

 
ΚΑΛΙΜΠ. Καλάμια δεν σμίγω
Για ψάρια πιλιό.
Δεν πάω κάθε λίγο
Για ξύλα, το ζω.
Δεν τρίβω ταρμάρια.
Δεν πλένω δισκάρια.
Νέον ηύρε λεβέντη
Ο Μπαλ Κα – λιμπάν. —
Εύρ' άλλονε, – αφέντη. —
Σαν τον Καλιμπάν.
 

Ελευθεριά, σκόλη! σκόλη, ελευθεριά! ελευθεριά, σκόλη, ελευθεριά!

ΣΤΕΦΑΝ. Ω άξιο τέρας! δείξε μας το δρόμο. (Βγαίνουν).

ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

Μπαίνει ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ βαστώντας ένα γογγύλι.

ΦΕΡΔΙΝ. Κάποιες ξεφάντωσες είναι κοπιαστικές, αλλά εις την ηδονή νοστιμίζει και ο κόπος· το να σκύψης εις δουλικά έργα είναι κάποτε μεγαλοψυχία, και πάμπτωχα μέσα αποβλέπουν εις πλουσιώτατα τέλη. Τούτο το μεροκάματο ήθελε τώχω βαρύ όσο είναι αξιομίσητο· αλλ' η κυρία, που δουλεύω, τα νεκρά ανασταίνει, και τους κόπους μου τους κατασταίνει χαρές. Ω! αυτή είναι δέκα φορές τόσο γλυκότροπη όσο τραχύς ο πατέρας της· και εκείνος είναι ζυμωμένος αγριότη. Πρέπει να κουβαλήσω κάμποσες χιλιάδες από τούτα τα γογγύλια, και να θιμωνιάσω, κατά την αυστηρή προσταγή· η γλυκειά μου κυρία..· κλαίει όταν με βλέπη να δουλεύω, και λέγει ότι σε τούτο το ταπεινό έργο δεν έτυχε ποτέ παρόμοιος εργάτης. Λησμονώ· αλλά μέσα εις τούτους τους γλυκούς λογισμούς αλαφραίνουν οι κόποι μου· και, φαίνεταί μου, σχολάζω λησμονώντας.

Μπαίνει η ΜΙΡΑΝΤΑ και ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο οποίος μένει εις ένα κάποιο διάστημα.

ΜΙΡ. Ωιμένα! τώρα, παρακαλώ σε, μην κοπιάσης τόσο· να τάχε κάψει ταστροπελέκι εκείνα τα γογγύλια, που είσαι προσταγμένος να θιμωνιάσης! Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει.

ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.

ΜΙΡ. Κάθησε, και ωστόσο εγώ φέρνω τα γογγύλια σου· παρακαλώ σε, δόσ' μου το αυτό· εγώ σου το φέρνω στη θιμωνιά.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, πολύτιμο πλάσμα· καλύτερα να κοπούν τα νεύρα μου, ν' ανοιχθούν η πλάτες μου, παρά να υποφέρης εσύ παρόμοιαν ατιμία, κ' εγώ να κάθωμαι οκνός να σε κυττάζω.

ΜΙΡ. Μου πρέπει όσο σου πρέπει· κ' εγώ θα το έκανα πολύ ευκολώτερα, γιατί εγώ το καλοθέλω, κ' εσύ το μισείς.

ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Καϋμένο σκουλήκι, είσαι άρρωστο· ειδεμή, δεν θα ερχόσουν εδώ τώρα.

ΜΙΡ. Δείχνεις κουρασμένος.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ευγενική μου κυρία· μου φαίνεται ότι αναπνέω το δροσάτο αέρι της αυγής όταν είσαι εσύ κοντά μου, και ας ήταν νύκτα. Σε παρακαλώ (το περισσότερο για να το βάλω στες προσευχές μου) τι όνομα έχεις;

ΜΙΡ. Μιράντα· ω πατέρα! σε παράκουσα και το είπα!

ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι ακριβό έχει ο κόσμος! Πολλές κυρίες εμάτιασα με κύτταγμα τρυφερό, και πολλές φορές τα γλυκομίλητα χείλη τους υπόταξαν τα πάρα πρόθυμα αυτιά μου· διάφορες γυναίκες μ' άρεσαν για διάφορες αρετές, αλλά την ψυχή μου δεν συνεπήρε καμμία τόσο βαθυά, ώστε να μη της ιδώ κάποιο λάθος να πολεμάη από τες χάρες της την υψηλότερη, και να την κατεβάζη· αλλά συ, ω συ, τόσο τέλεια, ασύγκριτη τόσο, επλάσθης με κάθε άλλου πλάσματος το άνθος.

ΜΙΡ. Εγώ δεν γνωρίζω καμμία του γένους μου· δεν θυμούμαι καμμιάς γυναικός πρόσωπο, ειμή, από τον καθρέφτη, το δικό μου· μήτε είδα άλλους, άξιους να τους ονομάσω άνδρες, παρά σε, καλέ μου φίλε, και τον ακριβό μου πατέρα· πώς είναι κει όξω τα πράγματα, είμαι άμαθη· αλλά στη σεμνότη μου απάνου (το μαργαριτάρι της προίκας μου), δεν επιθυμούσα άλλον σύντροφο στον κόσμο παρά σε, μήτε δύναται η φαντασία να πλάση άλλη μορφή, παρά σε, να μ' αρέση· – αλλά εγώ παραμιλώ, και σ' αυτά λησμονώ τες νουθεσίες του πατρός μου.

ΦΕΡΔΙΝ. Εγώ 'μαι βασιλέως υιός, Μιράντα· στοχάζομαι και βασιλέας, (έτσι να μην ήμουν!), και βέβαια δεν θα έστεργα τούτη τη δουλική αγγαρεία όσο δεν θα υπόφερνα να μου μολύνη η μύγα τα χείλη. Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί· τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη· αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με, ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα.

ΜΙΡ. Μ' αγαπάς;

ΦΕΡΔΙΝ. Ω Ουρανοί και Γη, γενήτε μάρτυρες εις τούτη τη φωνή μου, και σ' εκείνο, που ομολογώ, στεφανώστε μ' αγαθό τέλος, αν ομιλώ με αλήθεια· και ανίσως με δόλο, τότε όσα καλά και αν μου μέλλουνε γυρίστε τα όλα σε τόσες συμφορές! Εγώ παραπάνου απ' ό,τι και αν είναι στον κόσμο σ' αγαπώ, σε σέβομαι, και σε δοξάζω.

ΜΙΡ. Τρελλή πούμαι, να κλαίω για κείνο που χαίρομαι.

ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του), Ωραία συναπαντηθήκαν δυο πολύτιμες ψυχές! Ουρανοί, βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους!

ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις;

ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη! και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης! Εγώ 'μαι γυναίκα σου, ει δε μή, θέλει πεθάνω δούλα σου· για σύντροφο μπορείς να μ' αρνηθής· αλλά δούλα θα σου είμαι, θέλης και μη θέλης.

ΦΕΡΔΙΝ. Κυρία μου υπεράκριβη, κ' εγώ πάντα, καθώς είμαι τώρα, ταπεινός.

ΜΙΡ. Λοιπόν, άνδρας μου;

ΦΕΡΔΙΝ. Ναι, και με καρδιά τόσο πρόθυμη, όσο της σκλαβιάς για την ελευθερία· – ιδού το χέρι μου.

ΜΙΡ. Ιδού και το δικό μου, και σ' αυτό μέσα η καρδιά μου· και τώρα, χαίρε για μισή ώρα.

ΦΕΡΔΙΝ. Πες χίλιες ώρες! χίλιες! (Βγαίνουν).

ΠΡΟΣΠ. Δεν μπορώ να χαρώ γι' αυτά ίσια μ' αυτούς· επειδή αυτοί σ' όλα θαυμάζονται· αλλά για τίποτε άλλο δεν γένεται να χαρώ τόσο. Πηγαίνω εις τη βίβλο μου, γιατί πριν του δειλινού μου μένουν πολλά να κατορθώσω. (Βγαίνει).