Sadece Litres'te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η τρικυμία», sayfa 4

Yazı tipi:

ΣΚΗΝΗ Β'

Έν' άλλο μέρος του νησιού.

Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί.

ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο· – σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλο – τέρας, πιε στην υγειά μου.

ΤΡΙΝΚ. Δούλο – τέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.

ΣΤΕΦΑΝ. Πιε, δούλο – τέρας, όταν σου το προστάζω εγώ· τα μάτια σου είναι χωσμένα μέσα στο κεφάλι σου.

ΤΡΙΝΚ. Και πού αλλού θα τάχη χωσμένα; ήθελ' είναι ένα άξιο τέρας, μα την αλήθεια, ανίσως τάχε στην ουρά του.

ΣΤΕΦΑΝ. Ο τερατάνθρωπός μου έπνιξε τη γλώσσα του μέσα στο κρασί· όσο για με, το πέλαο δεν με πνίγει· εκολύμπησα, πριχού πιάσω στερηά, εδώ κ' εκεί, εξήντα πέντε μίλια, μα τούτο το φως. Θα σ' έχω υπασπιστή, ή σημαιοφόρο;

ΤΡΙΝΚ. Υπασπιστής σου, αν αγαπάς· αυτό δεν βαστάει σημαία.

ΣΤΕΦΑΝ. Δεν θέλει τρέχουμε, κυρ τέρας.

ΤΡΙΝΚ. Μήτε θέλει περπατήτε· θέλει κάθεσθε σαν σκύλοι, και θέλει στέκεσθε βουβοί.

ΣΤΕΦΑΝ. Απόρριμμα, μίλιε μία φορά, αν αλήθεια είσαι ένα καλό απόρριμμα.

ΚΑΛΙΜΠ. Τι κάν' η Υψηλότης σου; να γλύψω το παπούτσι σου· εκείνον δεν τον θέλω γι' αφέντη· δεν αξίζει.

ΤΡΙΝΚ. Ψέμματα, αμαθέστατο τέρας· εγώ έχω μούτρο να βάλω κάτου ένα χωροφύλακα· και τι, ψάρι βρώμιο, ευρέθηκε ποτέ άνθρωπος φοβιτσιάρης να πιη όσο ‘γώ σήμερα; Τολμάς και λες ψέμμα τόσο χοντρό και ολάκερο εσύ, που είσαι μισό ψάρι και μισό τέρας;

ΚΑΛΙΜΠ. Ιδές! πώς μ' αναπαίζει! θα τον αφήσης, αφέντη μου;

ΤΡΙΝΚ. «Αφέντη μου» λέει! Ένα τέρας νάναι έτσι κουτόμυαλο!

ΚΑΛΙΜΠ. Να το, να το πάλι 'πίσω. Δάγκασέ τονε σκότωσέ τον, παρακαλώ σε.

ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, βάστα τη γλώσσα σου· αν κάμης αταξίες, το πρώτο δένδρο… Το τέρας το καψερό είναι υπήκοος μου, και δεν συγχωρώ να μου το βρίζουν.

ΚΑΛΙΜΠ. Ευχαριστώ τον υψηλό μου αφέντη. Συγκατεβαίνεις ν' αφοκρασθής πάλι το ζήτημά μου;

ΣΤΕΦΑΝ. Ναίσκε· αμμή πώς; γονάτισε και ματαπές το· εγώ στέκομαι ορθός· έτσι και ο Τρίνκουλος.

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος.

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί.

ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα.

ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα.

ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι.

ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα.

ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. (Προς τον Κάλιμπαν). Λέγε.

ΚΑΛΙΜΠ. Σου λέγω, με μαγικά επήρε το νησί· εμένα το πήρε· ανίσως η Μεγαλειότης σου θελήση να τον κάμη να μου την πλερώση (γιατί ξέρω πώχεις καρδιά, αυτός δεν έχει)…

ΣΤΕΦΑΝ. Βεβαιότατα.

ΚΑΛΙΜΠ. Θέλ' είσαι βασιλέας τούτου του νησιού, κ' εγώ δούλος σου

ΣΤΕΦΑΝ. Πώς ξεμπερδεύεται αυτή η δουλειά; Μπορείς να με φέρης εκεί που χρειάζεται:

ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, μάλιστα, αφέντη, στον καταδίνω στον ύπνο του, και αυτού μπορείς να του μπήξης ένα καρφί στο κεφάλι.

ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα, δεν μπορείς.

ΚΑΛΙΜΠ. Τι αναγουλιασμένο, μουρλό πράμμα είναι τούτο; Μπαίγνιο, αλήθεια! – Παρακαλώ την Μεγαλειότητά σου, δείρε το, πάρ' του το φλασκί· σαν του λείψη αυτό, ας πιη άρμη, γιατί δε του δείχνω που 'ναι ταναβρυστικά νερά.

ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, μη βάνεσαι άλλο σε κίνδυνο· αντίσκοψε πάλι το τέρας μ' ένα λόγο μοναχά, και η μακροθυμία μου παύει σε λυώνω στις ξυλιές.

ΤΡΙΝΚ. Και τι έκαμα; δεν έκαμα τίποτε. Ας πάω κάνε παρέκει.

ΣΤΕΦΑΝ. Δεν είπες που αυτός λέει ψέμματα;

ΑΡΙΕΛ. Εσύ τα λες.

ΣΤΕΦΑΝ. Εγώ τα λέω; να λοιπόν. (Τον κτυπά. Αν σ' αρέση αυτό, ψεύσε με και άλλη φορά.

ΤΡΙΝΚ. Εγώ δεν σ' έψευσα. – Εχάσετε, βλέπω, με τα μυαλά και ταυτιά. Ανάθεμα στο φλασκί σου· είναι δουλειές του κρασιού· πανούκλα να πάρη το τέρας σου, και ο διάολος τα χέρια σου.

ΚΑΛΙΜΠ. Χα, χα, χα.

ΣΤΕΦΑΝ. Λέγε τώρα την ιστορία σου. – Στη ζωή σου στέκα παρέκει.

ΚΑΛΙΜΠ. Πάρ' τον καλά, καλά· – σε λίγον καιρό ως κ' εγώ θα τον βαρώ.

ΣΤΕΦΑΝ. Στέκα παρέκει. – Έλα, μπροστά!

ΚΑΛΙΜΠ. Λοιπόν, καθώς σου έλεγα, συνηθάει να κοιμάται το απόγιωμα· αυτού μπορείς να του πετάξης τα μυαλά, αφού πρώτα του τσακώσης τα βιβλία του· ή του σπας μ' ένα κούτσουρο το καύκαλο, ή μ' ένα παλούκι του βγάνεις τάντερα· ή του κόβεις τον λάρυγγα με το μαχαίρι σου· μόνο θυμήσου ν' αδράξης πρώτα τα βιβλία του· γιατί άμα του λείψουν εκείνα, μένει ένας κουτός σαν κ' εμέ, και δεν έχει εξουσία απάνου σε κανένα πνεύμα. Όλα τού έχουν έχθρητα ριζωμένη μέσα τους όσο την έχω εγώ· μόνο κάψε τα βιβλία του· έχει ωραία σκεύη (έτσι τα λέει), με τα οποία θα στολίση το σπίτι του σαν το αποκτήση· και κείνο που πρέπει να στοχασθής βαθύτερα, είναι της θυγατρός του τα κάλλη· αυτός ο ίδιος την λέει ασύγκριτη· εγώ δεν είδα άλλη γυναίκα παρά την Συκόρακα, την μητέρα μου, και εκείνην· μα εκείνη τόσο περνάει την Συκόρακα όσο το παρά πολύ περνάει το λίγο.

ΣΤΕΦΑΝ. Τόσο καλή είναι η κόρη;

ΚΑΛΙΜΠ. Ναίσκε, αφέντη, σου πρέπει, σε βεβαιώνω, και θα σου κάμη παιδιά παλληκάρια.

ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, εγώ σκοτώνω τον άνθρωπο· η θυγατέρα του κ' εγώ θέλ'

είμαστε βασιλέας και βασίλισσα (Ζήτω η Μεγαλειότης μας!) και ο

Τρίνκουλος και συ ο ίδιος αντιβασιλιάδες μου. Σ' αρέσει το σχέδιο,

Τρίνκουλε;

ΤΡΙΝΚ. Πολύ.

ΣΤΕΦΑΝ. Δος μου το χέρι σου· μου πονεί που σ' εβάρεσα· μα όσο ζης βάστα τη γλώσσα σου.

ΚΑΛΙΜΠ. Σε μισή ώρα θα κοιμάται· τον χαλάς τότε;

ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, στην τιμή μου.

ΑΡΙΕΛ. Τούτο θα τ' αναφέρω του Κυρίου μου.

ΚΑΛΙΜΠ. Μ' εκαλοκάρδισες· είμ' όλος χαρά· ας χαρούμε· θέλεις να μου τραγουδήσης τον σκοπό, που μου εμάθαινες προ λίγη ώρα:

ΣΤΕΦΑΝ. Κάνω, τέρας, κάθε πράμμα που να ζητήσης. Έλα, Τρίνκουλε, ας τραγουδήσουμε.

 
Τους περγελάμε, – τους περγελάμε·
Δεσμά δεν έχει ο λογισμός. —
 

ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είν' αυτός ο σκοπός.

Ο ΑΡΙΕΛ παίζει τον σκοπό με αυλό και τύμπανο.

ΣΤΕΦΑΝ. Πώς; τούτος είναι ο σκοπός;

ΤΡΙΝΚ. Τούτος είναι ο σκοπός του τραγουδιού μας, και τον παίζει η εικόνα του Κανενού.

ΣΤΕΦΑΝ. Αν είσαι άνθρωπος, φανερώσου στη μορφή σου· αν είσαι δαίμονας, κάμ' όπως θέλεις.

ΤΡΙΝΚ. Ω! Έλεος για τον αμαρτωλό!

ΣΤΕΦΑΝ. Όποιος πεθαίνει πλερώνει κάθε του χρέος. Δεν σε ψηφάω. – Ω Θε μου, βόηβα.

ΚΑΛΙΜΠ. Φοβάσαι;

ΣΤΕΦΑΝ. Όχι, τέρας, εγώ δεν φοβούμαι.

ΚΑΛΙΜΠ. Μη φοβάσαι. Το νησί είναι γιομάτο βρόντους, αχούς και γλυκούς ήχους, που τέρπουν και δεν πειράζουν· πότε μύρια γύρου λεπτά λαλούμενα σιγοκελαϊδούν στ' αυτιά μου· πότε φωνές, και ας εξύπνησ' από πολύν ύπνο, με κάνουν και ξαναποκοιμιώμαι – και τότε στης υπνοφαντασίας μου τα νέφη, φαίνεταί μου, σχίζονται, και φανερώνουν πλούτη έτοιμα να πέσουν απάνω μου, τόσο που όταν ξυπνάω φωνάζω να μεταϊδώ τα ονείρατα.

ΣΤΕΦΑΝ. Τούτο θέλ' είναι για μένα ένα καλό βασίλειο, όπου θενάχω τη μουσική μου χάρισμα.

ΚΑΛΙΜΠ. Αφού πρώτα χαλασθή ο Πρόσπερος.

ΣΤΕΦΑΝ. Αυτό σε λίγο γίνεται· θυμούμαι την ιστορία.

ΤΡΙΝΚ. Ο ήχος φεύγει· ας πάμε κατόπι του· και έπειτα κάνουμε τη δουλειά μας.

ΣΤΕΦΑΝ. Μπροστά, τέρας· εμείς ακολουθάμε· ήθελα νάβλεπα τούτο τον τυμπανιστή. Πάει ολοένα.

ΤΡΙΝΚ. Έρχεσαι; Εγώ θα πάω κατόπι, Στέφανε. (Βγαίνουν).

ΣΚΗΝΗ Γ'·

Έν άλλο μέρος του νησιού.

Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ και άλλοι.

ΓΟΝΖ. Μα τον θεό, Κύριε, δεν ημπορώ να περπατήσω περισσότερο· μου πονούν τα παληά κόκκαλά μου· τούτος ο δρόμος αληθινά πλέκει γύραις σε λαβύρινθο δίχως άκρη! κάμε υπομονή, πρέπει εξ ανάγκης να ησυχάσω.

ΑΛΟΝΖ. Φίλε μου, δεν σε κατηγορώ· εγώ ο ίδιος είμαι αδυνατισμένος τόσον, ώστ' ενεκρώθηκ' η καρδιά μου· κάθησε, ησύχασε· κ' εδώ αποθέτω την ελπίδα, δεν δέχομαι πλέον την κολακεία της. Eπνίγηκε εκείνος, που περιπλανούμενοι εμείς τον γυρεύουμε, και το πέλαο γελάει με τη μάταιή μας έρευνα εις την ξηρά. Ας είναι· επήγε.

ΑΝΤΩΝ. (μόνος του). Χαίρομαι τωόντι πως έχασε κάθ' ελπίδα. (Προς τον Σεβαστ.). Για μία φορά που σου έσφαλε, μην αθέτησης τη βουλή, που αποφάσισες να κατορθώσης.

ΣΕΒΑΣΤ. Πρώτη ευκαιρία που τύχη, δεν θα μας φύγη.

ΑΝΤΩΝ. Ας είναι για βράδυ τώρα, που τους καταπόνεσ' ο δρόμος, δεν θέλει αγρυπνήσουν, μήτε μπορούν, καθώς σαν ήταν ακούραστοι.

ΣΕΒΑΣΤ. Κ' εγώ λέω για βράδι· φθάνει.

Μουσική σεμνή και παράξενη· και ο Πρόσπερος αποπάνω αόρατος.

ΑΛΟΝΖ. Ποία αρμονία είναι τούτη! φίλοι μου, γροικάτε!

ΓΟΝΖ· θαυμαστή, γλυκειά μουσική!

Μπαίνουν διάφορες παράξενες μορφές, φέρνοντας ένα γιώμα. Χορεύουν τριγύρω μ' ευγενικά προσκυνήματα, και αφού επροσκάλεσαν τον βασιλέα και τους άλλους να γευματίσουν, φεύγουν.

ΑΛΟΝΖ. Φυλάξετέ μας, Ουρανοί! ποιοι ήσαν τούτοι;

ΣΕΒΑΣΤ. Μία παράστασις από έμψυχες κούκλες. Τώρα πιστεύω ότι σώζεται το μονοκέρατο τέρας, ότι στην Αραβία είναι ένα δένδρο, του φοίνικος το θρονί, και ότι ένας φοίνικας εκεί βασιλεύει.

ΑΝΤΩΝ. Το πιστεύω κ' εγώ, και ό,τι άλλο παράδοξο μου ειπούνε, θέλει ορκισθώ πως είναι αλήθεια· οι ταξειδιώταις δεν είπαν ψέμματα ποτέ, αγκαλά στην πατρίδα τους κατακραίνωνται.

ΓΟΝΖ. Εάν ανάφερνα τούτο στη Νεάπολη, θα μ' επίστευαν; εάν έλεγα ότι είδα νησιώταις (γιατί βέβαια κάτοικοι του νησιού είναι), οπού με την τερατώδη μορφή τους, έχουν όμως ήθη γλυκά, που δεν τα βρίσκεις εις πολλούς του ανθρωπινού μας γένους, τολμώ να ειπώ· εις κανένα.

ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Τίμιε άνθρωπε, εμίλησες σωστά, γιατί κάποιοι από σας αυτού είναι χειρότεροι από δαίμονες.

ΑΛΟΝΖ. Ακόμη θαυμάζομαι εκείνες τες μορφές, εκείνα τα νεύματα, και εκείνον τον ήχο, που εφανέρωναν (αγκαλά τους λείπη τόργανο της γλώσσας) ένα είδος αξιόλογης άφωνης ομιλίας.

ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Πριν ιδής το τέλος μην επαινάς.

ΦΡΑΓΚ. Πόσο παράξενα έγιναν άφαντοι!

ΣΕΒΑΣΤ. Δεν μας πειράζει, αφού άφησαν οπίσω τα φαγητά τους· γιατί έχουμ' όρεξη. Σ' αρέσει να δοκιμάσης απ' αυτά, που είν' εδώ;

ΑΛΟΝΖ. Όσο για με, δεν θέλω.

ΓΟΝΖ. Μα την αλήθεια, δεν πρέπει να φοβάσαι. Εις τον καιρό, που εμείς ήμαστε παιδιά, ποιος επίστευε πως ευρίσκονταν άνθρωποι βουνήσιοι μ' ένα πουγγί κρέας κρεμάμενο από το λαιμό τους, ωσάν τα βουβάλια; ή πώς ήταν άνθρωποι με τα κεφάλια κολλημένα στο στήθος; και τώρα γνωρίζουμε ότι όποιος έβανε αυτό το στοίχημα θα έβγαινε βέβαια κερδεμμένος.

ΑΛΟΝΖ. Θα καθήσω και θα γευθώ, και ας είναι το ύστερό μου, δεν με μέλει· γιατί αισθάνομαι πως το καλύτερο επέρασε. – Αδελφέ, και συ, Κύριέ μου (προς τον Δούκα), καθήστε και κάμετε όπως κάνω εγώ.

Αστραπή και βροντή. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο.

ΑΡΙΕΛ. Εσείς είσθε τρεις κακούργοι, και η Μοίρα (της οποίας ετούτος ο κάτω κόσμος μ' όσα έχει μέσα του είναι όργανο) έκαμε τη θάλασσα να σας ξεράση μέσ' από τον αχόρταγο βυθό της, εις τούτο το νησί, που άνθρωπος δεν κατοικάει, ανάξιοι καθώς είσθε με ανθρώπους να συζήτε. Εγώ σας επήρα τον νου. (Βλέποντας τον Σεβαστιανό, τον Αλόνζο και τους άλλους να ξεσπαθώνουν). Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί! Εγώ και οι σύντροφοί μου είμαστε της Μοίρας υπουργοί· τα σπαθιά σας είναι ύλη, που όσο είν' ικανή να λαβώση τους βροντόφωνους ανέμους, ή με κούφια κτυπήματα τάσχιστα νερά να θανατώση, τόσο δύναται να πειράξη του φτερού μου το χνούδι· οι συνυπηρέταις μου είν' ομοίως απλήγωτοι· αλλ' ανίσως και ήσαστε ικανοί να βλάψετε, τώρα εκείνα τα σπαθιά σας έγιναν βαρυά, και δεν τα σηκώνετε. Αλλά θυμηθήτε (ετούτος με σας είν' ο σκοπός μου) πως σεις οι τρεις εδιώξετε από το Μιλάνο τον αγαθό Πρόσπερο. Του πελάου (που σας το επλέρωσε) τον επαραδώσετε με τακριμάτιστο βρέφος του· γι' αυτή τη μαύρη πράξη, η Δύναμες, χρονίζοντας, όχι αλησμονώντας, εκίνησαν θάλασσες και στερηές, ναι, και τα πλάσματ' όλα, ωργισμένα με σας, να σας καταπολεμήσουν. Εσέν', Αλόνζε, επήραν τον υιο σου, και με το στόμα μου αποφασίζουν, αργός αφανισμός (χειρότερος απ' άλλον κακόν έξαφνον θάνατο), πάτημα προς πάτημα, όπου στρίψετε, να σας παραστέκη· που για ν' αποφύγετε τες όργητές τους, (που αλλιώς εδώ σας πλακώνουν, στο έρμο τούτο νησί) άλλος τρόπος δεν είναι, ειμή καρδίας κατάνυξη, και άδολη η επίλοιπη ζωή σας.

Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι.

ΠΡΟΣΠ. (Παράμερα). Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε. Από την παραγγελία μου δεν άφησες το παραμικρό, εις ό,τι είχες να ειπής· και ιδού με καλή ζωή, και με θαυμάσια προσοχή, οι πλέον κατώτεροι υπηρέταις μου ενέργησαν καθένας εις το είδος τους. Η υψηλές μαγείες μου δουλεύουν, και τούτοι οι εχθροί μου είναι όλοι πιασμένοι στου νου τους από την πλάνη· τώρα τους κρατώ· έτσι παρμένους τους αφίνω, και πηγαίνω να εύρω τον νέον Φερδινάνδο (που, στοχάζοντ' επνίγηκε) και την αγαπημένη του μονάκριβή μου θυγατέρα.

Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ αποπάνω φεύγει.

ΓΟΝΖ. Εις τόνομα του Υψίστου, Κύριε, τι στέκεσαι μ' αυτό τακίνητο βλέμμα;

ΑΛΟΝΖ. Ω φρίκη! ω φρίκη! φαίνεταί μου· τα κύματα είχαν μιλιά, και μου τώλεγαν· οι αέρηδες μου τώψαλλαν· και η βροντή, το βαθύ κείνο και τρομερόν όργανο, επρόφερνε του Πρόσπερου τόνομα· καταβοούσε ως κ' εκείνη το ανόμημά μου· γι' αυτό ο υιός μου έχει κρεββάτι τον άμμο· κ' εγώ θα πάω σε βάθη οποία ποτέ δεν έπιασε το σκανδήλι, να τον εύρω, και να κοίτωμαι μαζί του εκεί σκεπασμένος. (Βγαίνει).

ΣΕΒΑΣΤ. Ένα, ένα δαίμονα τη φορά, καταπολεμώ τους λεγεώνες τους.

ΑΝΤΩΝ. Έχε με μάρτυρα στη μονομαχία. (Ο Σεβαστ. και ο Αντών. βγαίνουν}.

ΓΟΝΖ. Είν' απελπισμένοι και οι τρεις· το μέγα τους κρίμα, ωσάν ένα φαρμάκι που εδόθη για να ενεργήση με μάκρος καιρού, τώρ' αρχινάει να νικήση τα λογικά τους. Παρακαλώ σας, πώχετ' ελαφρότερα τα πόδια, προφθάστε τους γλήγορα, και φυλάξετέ τους απ' ό,τι μπορεί να τους καταφέρη αυτή τους η μάνητα.

ΑΔΡΙΑΝ. Ακολούθησέ μας, σε παρακαλώ.

Π Ρ Α Ξ I Σ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Η

ΣΚΗΝΗ Α'

Μπροστά στο σπήλαιο του Πρόσπερου. Μπαίνει ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ.

ΠΡΟΣΠ. Αν σέχω παιδέψει πολύ αυστηρά η ανταμοιβή πάλι σε πλερώνει· γιατί δίνοντάς σου τούτην εγώ σου έδωσα μία κλωστή της ζωής μου, ή καλύτερα κείνο, για το όποιον εγώ ζω. Ιδού, πάλι σου την παραδίνω· τα παθήματά σου άλλο δεν ήταν παρά τόσες δοκιμές, που ηθέλησα να βάλω της αγάπης σου, και, θαύμα! αυτή εφάνη καθαρό χρυσάφι. Εδώ, στην όψη του ουρανού, βεβαιώνω το πλούσιό μου δώρο. Ω Φερδινάνδε, μη μου χαμογελάς, πως την έχω καύχημα, επειδή θα την ιδής να περάση τον έπαινο τόσο, ώστε αυτός να κουτσαίνη κατόπι της.

ΦΕΡΔΙΝ. Το πιστεύω, και τίποτε δεν είν' αρκετό να σαλέψη την πίστη μου.

ΠΡΟΣΠ. Ως δώρο μου λοιπόν, και ως απόκτημά σου, που εκέρδησες γενναία, λάβε την θυγατέρα μου· αλλ' ανίσως της λύσης το παρθενικό ζωνάρι πριν ευλογηθή ο γάμος με όλες τες ιερές ευχές, οι ουρανοί κανένα ράντισμα γλυκό δεν θέλει ρίξουν, να ριζώση τούτος ο δεσμός· αλλά στείρα έχθρητα, καταφρόνεση με μάτι φαρμακερό, και διχόνοια, θα γιομίσουν εκείνη σας την κλίνη με χόρτα τόσο άσχημα, ώστε να σας γένη και των δύο μισητή· φυλάξου λοιπόν έως να φέξουν για σας τα φώτα του Υμεναίου.

ΦΕΡΔΙΝ. Απάνω στην ελπίδα πώχω για γαληνές ημέρες, τέκνα καλά, και μάκρος ζωής, μ' ακέραιη την αγάπη που είναι τώρα, το σκοτεινότερο σπήλιο, ο ευκαιρότερος τόπος, η πλέον δυνατή παρακίνηση του κακού μας δαίμονος, δεν θα είναι ποτέ αρκετά να λυώσουν την τιμή μου εις το πάθος, ώστε να βλάψω τον αιθέρα εκείνης της λαμπρής ημέρας, όταν τάλογα του Απόλλωνος για με θέλ' είναι πνιγμένα, και η νύκτα ασάλευτη.

ΠΡΟΣΠ. Ώμορφα εμίλησες. Κάθησε λοιπόν, και συνομιλήστε· είναι δική σου. Έ! Άριελ, τεχνικέ μου υπηρέτη, Άριελ!

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ.

ΑΡΙΕΛ. Τι αγαπάει ο δυνατός Κύριός μου; ιδού με.

ΠΡΟΣΠ. Συ και οι κατώτεροι συντρόφοι σου εκτελέσετε άξια την ύστερη υπηρεσία σας, και σας θέλω πάλι γι' άλλη παρόμοια μηχανή. Πήγαινε, φέρ' εδώ τον όχλο (απάνω εις τον οποίο σου δίνω εξουσία) εδώ, εις τούτον τον τόπο· παρακίνησε τους να είναι έξυπνοι· γιατί πρέπει να παραστήσω μπροστά εις τούτο το νέο τέρι κάποιο παιγνίδι της τέχνης μου· το έταξα και το προσμένουν από με.

ΑΡΙΕΛ. Ευθύς;

ΠΡΟΣΠ. Ναι, σε ριπή οφθαλμού.

ΑΡΙΕΛ. Δεν προφθαίνεις να πης άμε κ' έλα, να πνεύσης δύο φορές, και να φωνάξης ν α, ν α· και καθένας τους ακροπηδώντας είναι δω με χάρες και με νεύματα. Μ' αγαπάς, Κύριε; όχι.

ΠΡΟΣΠ. Πολύ, αξιόλογε Άριελ μου. Μη σιμώσης πριν με ακούσης να σε κράξω.

ΑΡΙΕΛ. Πολύ καλά σ' εννοώ. (Βγαίνει).

ΠΡΟΣΠ. Πρόσεξε να 'σαι αληθινός· χαλίνωσε κομμάτι το παιγνίδισμα· οι φοβερώτεροι όρκοι είν' άχυρα για φωτιά του αίματος. Στάσου φρονιμώτερος, μήπως παραβής το τάμμα πώκαμες.

ΦΕΡΔΙΝ. Σε βεβαιώνω, κύριε, ότι το λευκό, ψυχρό, παρθενικό χιόνι πρααίνει τη φλόγα απάνου στην καρδιά μου.

ΠΡΟΣΠ. Καλά. Έλα, Άριελ· καλύτερα να περισσέψουν πνεύματα παρά να λείψη ένα· φανερώσου, και ζωντανά. Σιωπή· κυττάζετε· σιγάτε.

Ακούεται γλυκεία μουσική. Μπαίνει η ΙΡΙΣ.

ΙΡΙΣ. Δήμητρα, πολύδωρη θεά, οι πλούσιοι καρποί σου, γέννημα, στάρι, κριθάρι, λαθήρι και βρώμι· τα βουνά σου τα χορτερά, που βόσκουν τα πρόβατα, και οι λειμώνες σου γιομάτοι αχυροσκέπαστες καλύβες, που αυτά ξενυκτίζουν η ροδοκρινοστόλιστες ακροποταμιές σου, τες οποίες με την προσταγή σου ο υγρός Απρίλης περιντύνει, να φτειάσουν η κρυόκαρδες νύμφες παρθενικά στεφάνια· τα δάση σου τα κατάσκια, που αρέσουν του απαρηγόρητου νέου, όταν φύγη την αλύπητη αγαπημένη του· οι φραγμένοι αμπελώνες σου, και η ακροπελαγιά σου, άκαρπη και βράχους γιομάτη, που η ίδια παίρνεις αέρα. Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης.

Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.

ΔΗΜΗΤ. Χαίρε, πολυχρώματη μηνύτρα, που ποτέ δεν παρακούς τη γυναίκα του Διός· που με τα κίτρινα φτερά σου στα άνθια μου απάνου σταλάζεις μέλι, και χύνεις δροσιστικές βροχές, με την μίαν άκρη και με την άλλη του γαλάζιου δοξαριού σου στεφανώνεις τα σύλλογγα χωράφια μου και τες γυμνές αμμουδιές μου, λαμπρό ζωνάρι της υπερήφανης γης μου· γιατί η βασίλισσά σου μ' εκάλεσε εδώ, εις το φτωχό τούτο χορτάρι;

ΙΡΙΣ. Για να γιορτασθή ο δεσμός μιας αληθινής αγάπης, και φιλοδωρηθή κανένα χάρισμα εις τους ευλογητούς αγαπημένους.

ΔΗΜΗΤ. Πες μου Ουράνιο δοξάρι, η Αφροδίτη και το παιδί της (θα το ξέρης εσύ) συνοδεύουν τάχα τη βασίλισσα; από τη ώρα, που αυτή και το τυφλό τέκνο της έπλεξαν τον τρόπο, με τον οποίον ο μαύρος Άδης μου πήρε την κόρη, αρνήθηκα την αχρεία συντροφιά τους.

ΙΡΙΣ. Μη φοβάσαι· την απάντησα κ' έσχιζε τα σύγνεφα κατά την Πάφο, μαζί με το παιδί της, περιστεροσυρμένοι· εφαντάζονταν να χωρέση κάποιο μάγευμα ερωτικό εις τον άνδρα και εις την κόρη, που βλέπεις (και τούτοι έχουν τάμμα να μην πλησιάσουν εις το νυφικό κρεββάτι πριν ανάψη η λαμπάδα του Υμεναίου)· αλλά δεν επίτυχαν· η θερμή αγαπημένη του Άρη έστρεψε οπίσω· το σκληρόγνωμο παιδί της εσύντριψε τα βέλη του, έκαμ' όρκο ναφήση το τόξευμα, να παίζη με σπουργίτες, και να μείνη παιδί αληθινά.

ΔΗΜΗΤ. Η υψηλή βασίλισσα, η μεγάλη Ήρα έρχεται· την γνωρίζω από το βάδισμά της.

ΗΡΑ. Τι κάν' η ευεργέτρια αδελφή μου; συνέργησε μ' εμέ να ευλογήσουμε τούτο το τέρι, να ευτυχήσουν, και να δοξασθούν εις τα τέκνα τους. – Λάβετε τιμές, πλούτη, του γάμου τα καλά, μακροημέρευση και καθημερινές χαρές. Σας ψάλλ' η Ήρα τες ευχές της.

ΔΗΜΗΤ. Λάβετε τους θησαυρούς της γης, την αφθονία· αποθήκες γιομάτες πάντα, αμπέλια φορτωμένα σταφύλια, δένδρα βαϊσμέν' από τώμορφο βάρος· η άνοιξη για σας να προφθάση εις τα τέλη του φθινόπωρου· η σπάνη και η χρεία να μην έρθουν κοντά σας ποτέ· ιδού απάνω στην κεφαλή σας της Δήμητρας ή ευχές.

ΦΕΡΔΙΝ. Τούτο είναι λαμπρότατο θέαμα, κ' η αρμονία του μαγεύει. Μπορώ να τα στοχαστώ, πνεύματα;

ΠΡΟΣΠ. Πνεύματα, που με το μέσο της τέχνης μου εκάλεσα από τη σφαίρα τους, για να ενεργήσουν εκείνο, που μου φαντάσθηκε τώρα.

ΦΕΡΔΙΝ. Ας ζήσω για πάντα εδώ· ο θαυμαστός πατέρας, και μία σύντροφος, κατασταίνουν τούτο τον τόπο ένα Παράδεισο.

Η ΗΡΑ κ' η ΔΗΜΗΤΡΑ κρυφομιλούν και στέλνουν την ΙΡΙ για θέλημα.

ΠΡΟΣΠ. Τέκνα μου, σιωπή· η Ήρα με τη Δήμητρα κρυφομιλούν σοβαρά. Κάτι μέλλει να γίνη ακόμα· σιγάτε· μείνετε ήσυχοι, ειδεμή η μαγεία μας συγχύζεται.

ΙΡΙΣ. Εσείς, Νύμφες, λεγόμενες Ναϊάδες, έφοροι στους περιπλανούμενους ρύακες, στεφανωμένες βούρλα, και με το βλέμμα πάντα σεμνό, αφήστε τον αφρό του ποταμού, και στο κάλεσμα υπακούστε· της Ήρας είναι η προσταγή. Εδώ, σε τούτο το πράσινο χώμα, ελάτε, φρόνιμες νύμφες, και βοηθήσετε να γιορτασθή ο δεσμός μιας αληθινής αγάπης. Μην αργήτε.

Μπαίνουν κάμποσες Νύμφες.

Εσείς, ηλιοκαϋμένοι θεριστάδες, κουρασμένοι από του Αυγούστου τους κόπους, αφήστε τους αγρούς, ελάτε δω, και χαρήτε· κάμετε σχόλη σήμερα· βάλτε τα ψάθινα σκιάδια σας, και καθένας με καθεμία από τούτες τες δροσερές νύμφες χορεύτε ως συνηθάτε.

Μπαίνουν θεριστάδες, ωραία ντυμένοι· κάνουν με τες Νύμφες ένα νόστιμο χορό· προς το τέλος, ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ ταράζετ' έξαφνα, και μιλεί· ύστερα με μία παράξενη, κούφια, και ανακατωμένη βοή, θλιβερά γίνοντ' άφαντοι.

ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Είχα λησμονήσει τη μαύρη εκείνη συνωμοσία του ζώου Κάλιμπαν με τους συντρόφους του, να με χαλάσουν· η διωρισμένη στιγμή επλάκωσε. (Προς τα πνεύματα). Εξαίρετα. Φευγάτε· παύσετε.

ΦΕΡΔΙΝ. Αυτό είναι πολύ παράδοξο· ο πατέρας σου έχει κάποιο πάθος, που τον καταπολεμάει.

ΜΙΡ. Ποτέ έως τα σήμερα δεν τον έχω ιδεί να οργισθή τόσο υπερβολικά.

ΠΡΟΣΠ. Άλλαξες όψη, υιε μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος· καλοκαρδίσου· τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας, καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα· και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος, οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια, οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα, ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη, ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους· είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα, και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος. Φίλε μου,· είμαι συγχυσμένος· υπόφερε την αδυναμία μου· ο νους μου, του γέρου, είναι σκοτισμένος. Δεν θέλω να σας πειράξη η αδιαθεσία μου! Αν αγαπάτε, τραβηχθήτε μέσα στο σπήλιο μου, και ησυχάσετ' εκεί. Θα κάμω δύο τρία πατήματα να γαληνέψω την ταραγμένη ψυχή μου.

ΦΕΡΔΙΝ.) Ακριβή μας είναι η ησυχία σου. (Βγαίνουν). και ΜΙΡ) ΠΡΟΣΠ.

Έλα, με στοχασμού ριπή. – Ευχαριστώ σας. – Άριελ, έλα.

ΑΡΙΕΛ. (Μπαίνοντας). Ένα είμαι με τους λογισμούς σου. Τι αγαπάς;

ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, να γένουμ' έτοιμοι ν' απαντήσουμε τον Κάλιμπαν.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
13 ekim 2017
Hacim:
80 s. 1 illüstrasyon
Tercüman:
Telif hakkı:
Public Domain