Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η τρικυμία», sayfa 5

Yazı tipi:

ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα, κύριέ μου· την ώρα, που σου παράσταινα τη Δήμητρα, ηθέλησα να σου το θυμίσω· αλλ' εφοβήθηκα μη σε συγχύσω.

ΠΡΟΣΠ. Ξαναπές μου, που άφησες αυτά τα υποκείμενα;

ΑΡΙΕΛ. Σου είπα, Κύριε, πως ήταν κοκκινοφλογισμένοι από τα μεθύσι· τόσο ανδρειωμένοι, που βαρούσαν τον αέρα, γιατί τους έπνεε στο πρόσωπο, εκτυπούσαν τη γη, γιατί φιλούσε τα πόδια τους, αλλά δίχως να σαλέψουν ποτέ από το σκοπό τους· εγώ έκρουσα το τύμπανό μου, και τότε, σαν τάστρωτα πουλάρια, με ταυτιά τεντωμένα, τα μάτια ολάνοικτα, τη μύτη σηκωμένη, ως να ήθελαν να μυρισθούνε τη μουσική, τόσο τους εμάγεψα την ακοή, που, ωσάν τα μοσχάρια, ακολούθησαν το μουγγάλισμά μου, μέσα σε δοντερά τριβόλια, αγκυλωτούς ασπαλάθρους, παλιούρους, και βάτους, που μπήκαν στα μαλακά τους πόδια· τελοσπάντων τους άφησα μέσα στη σάπιαν αφριά του βάλτου, που είναι παρέκει του σπήλιου σου· εκεί μέσα εχορεύανε ως το πηγούνι, ώστε ο άσχημος βούρκος τους εκαταβρώμεψε.

ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες.

ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. (Βγαίνει).

ΠΡΟΣΠ. Ένας δαίμονας, ένας γεννημένος δαίμονας, που εις το φυσικό του η ανατροφή δεν μπορεί να πιάση· εις τον οποίον κάθε φιλάνθρωπος κόπος μου επήγε χαμένος· τελείως χαμένος· και καθώς με τους χρόνους ασχημαίνει χειρότερα το κορμί του, όμοια και η ψυχή του σαπαίνει· θα τους μαστιγώσω όλους (ξαναμπαίνει ο Άριελ φορτωμένος με λαμπρά φορέματα) τόσο, που να μουγγρίσουν. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί.

Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.

ΚΑΛΙΜΠ Παρακαλώ σας ελαφροπατήστε, μην ο τυφλός χάμουργας νοήση σαλαγή· τώρα είμεθα σιμά στο σπήλαιό του.

ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, η Νεράιδα σου, που λες, είναι μία άκακη Νεράιδα, μας έστησε μία καλή.

ΤΡΙΝΚ. Τέρας, εγώ μυρίζω όλος αλογοκάτουρο, και η μύτη μου είναι πολύ συγχυσμένη γι' αυτό.

ΣΤΕΦΑΝ. Καθώς και η δική μου. Άκουσε, τέρας, ανίσως εθύμωνα με σε, βλέπεις.

ΤΡΙΝΚ. Ήσουν ένα χαμένο τέρας.

ΚΑΛΙΜΠ. Καλέ μου αφέντη, μη μου αφαιρέσης την εύνοιά σου· υπόφερε κομμάτι, επειδή όσα θα σε κάμω να κερδίσης είναι αρκετά να σβύσουν το βάσανο, που μας έτυχε. Λοιπόν μιλήτε σιγανά· ακόμα τα πάντα είναι ήσυχα, ωσάν τα μεσάνυκτα.

ΤΡΙΝΚ. Άκουσα· μα να χάσουμε τα φλασκιά μας μέσα στη λίμνη!

ΣΤΕΦΑΝ. Αυτή όχι μοναχά είναι μία μεγάλη συμφορά και ατιμία, τέρας, μα και αμέτρητος χαμός.

ΤΡΙΝΚ. Αυτό με καίει χειρότερα παρά τούτο το βρέξιμο. Και όμως αυτά είναι της άκακης Νεράιδας σου τα καμώματα, τέρας.

ΣΤΕΦΑΝ. Θα πάω ναύρω το φλασκί μου, και ας χαθώ.

ΚΑΛΙΜΠ. Παρακαλώ σε, βασιλέα μου, ησύχασε· βλέπεις εδώ, τούτο είναι το στόμα του σπηλαίου· αγάλι, αγάλι, έμπα μέσα. Πράξε αυτό το καλό κρίμα, που κάνει δικό σου τούτο το νησί· για πάντα, κ' εμέ, τον Κάλιμπάν σου, ποδογρύφτη σου.

ΣΤΕΦΑΝ. Δόσ' μου το χέρι σου, ολοένα αγριεύω.

ΤΡΙΝΚ. Ω βασιλέα Στέφανε! ω συντεχνίτη! ω άξιε Στέφανε! Κύτταξε τι φορεσιές είναι έτοιμες για σένα εδώ!

ΚΑΛΙΜΠ. Άφησ' τα, εσύ τρελλό, είναι παληοσκούτια.

ΤΡΙΝΚ. Ω, ω, τέρας, εμείς ξέρουμε τι πάει να πη παληοσκούτι. Ω βασιλέα

Στέφανε!

ΣΤΕΦΑΝ. Άφησε κείνε το πανωφόρι· μα την αλήθεια, το θέλω γω.

ΤΡΙΝΚ. Η εξοχότης σου ας το πάρη.

ΚΑΛΙΜΠ. Υδρώπικας να πνίξη το μουρλό! Τι νοιώθετε με το να χαϊδεύετε αυτά τα παληοσκούτια; πάμετε, και ας κάμουμε πρώτα το φονικό· ανίσως ξυπνήση, μας γιομίζει τσιμπιές από τα νύχια ως την κορφή· μας κατασταίνει παράξενα πράγματα.

ΣΤΕΦΑΝ. Ησύχασε, τέρας. – Κυράτσα λινιά, τούτο δεν είναι το σωκάρδι μου; ιδού το πήρα· τώρα σωκάρδι μου, μ' εμέ, σκιάζομαι, θα χάσης το μαλλί σου, και θα καταντήσης σωκάρδι κουρεμμένο.

ΤΡΙΝΚ. Κάμε, κάμε· αν με συγχωράη η εξοχότης σου· εμείς κλέφτουμε ίσια, με λινιά και με στάφνη.

ΣΤΕΦΑΝ. Ευγέ σου, νόστιμο· πάρ' ένα φόρεμα γι' αυτό· το πνεύμα δεν θέλει μείνη αβράβευτο όσο εγώ είμαι βασιλέας τούτου του νησιού. «Κλέφτουμε ίσια, με λινιά και με στάφνη» αξιόλογη νοστιμάδα! να κι' άλλο φόρεμα γι' αυτό!

ΤΡΙΝΚ. Τέρας, έλα, μάθε και συ να χεραπλώνης, και φορτώσου τα επίλοιπα.

ΚΑΛΙΜΠ. Δεν θέλω να ξέρω εγώ τίποτε από τούτα· χανουμε τον καιρό μας, και θα μας αλλάξη όλους σε πετροκαβούρους ή σε μαϊμούδες με τάσχημο κούτελο το στενό.

ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, χεράπλωνε και συ· βόηθα να τα φέρουμε κει πώχω το βουτσάκι μου, ή διαφορετικά σ' εξορίζω από το βασίλειό μου· έλα, φέρε τούτο.

ΤΡΙΝΚ. Και τούτο.

ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, και τούτο.

Ταραχή από κυνηγούς· διάφορα πνεύματα σαν λαγωνικά βγαίνουν, και τους κυνηγούν. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΌΣ και ο ΑΡΙΕΛ παρακινούν τα λαγωνικά.

ΠΡΟΣΠ. Μπρος, μπρος.

ΑΡΙΕΛ. Τρέχα, τρέχα απάνω τους.

ΠΡΟΣΠ. Σου, σου. (Ο Κάλιμπαν, ο Στέφανος και ο Τρίνκουλος φεύγουν, και οι σκύλοι κατόπι τους). Τρέξε, βάλε τα δαιμονόπουλά μου να τους στρεβλώσουν τες κλείδωσες με ξερούς σπαραγμούς, να τους κοντήνουν τα νεύρα με γεροντικά μουδιάσματα, να τους ξεψυχίσουν τσιμπιές, να γένη το δέρμα τους παρδαλό σαν της τίγρης ή του αγριόγατου.

ΑΡΙΕΛ. Άκουσε, βογγάνε.

ΠΡΟΣΠ. Να κυνηγηθούν πλέρια. Σε τούτη τη στιγμή είναι στο χέρι μου όλοι οι εχθροί μου. Σ' ολίγο παύουν όλ' οι κόποι μου, και συ θα λάβης τον αέρα της ελευθερίας· για λίγο ακολούθα με, και υπηρέτησέ με.

Π Ρ Α Ξ I Σ Π Ε Μ Π Τ Η

ΣΚΗΝΗ Α'

Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ με τα μαγικά του φορέματα και ο ΑΡΙΕΛ.

ΠΡΟΣΠ. Τώρα το σχέδιό μου ωριμάζει· τα μάγια μου δεν ραΐζουν· τα πνεύματά μου υπακούνε, και ο καιρός με το βάρος του, άσκυφτος οδεύει. Τι ώρα είναι;

ΑΡΙΕΛ. Η έκτη ώρα· καιρός, εις τον οποίον, κύριέ μου, ως είπες, θα πάψουν η εργασίες μας.

ΠΡΟΣΠ. Το είπα, από τη στιγμή, πού επροξένησα την τρικυμία. Λέγε, πνεύμα μου, τι κάνει ο βασιλέας με τους άλλους;

ΑΡΙΕΛ. Κλεισμένοι μαζή, σε τέτοιο καθ' αυτό τρόπον, όπως ηθέλησες· απαράλλακτα ως τους άφησες, κύριε· όλοι φυλακωμένοι μέσα στο δάσος από φιλουριές, που προφυλάγει το σπήλιο σου από τον χειμώνα· αδύνατο είναι να σαλέψουν, αν εσύ δεν τους ελευθερώσης. Ο βασιλέας με τον αδελφό του και με τον αδελφό σου μένουν κ' οι τρεις έξω φρενών, και οι άλλοι, γιομάτοι θλίψη και τρομάρα, τους κλαίνε· αλλ' εξόχως ο αγαθός γέρο – Γονζάλος, καθώς τον είπες – τα δάκρυά του καταβρέχουν τα γένεια του καθώς του χειμώνα τα νερά ξεχειλίζουν από τες κεραμωτές· τα μάγια σου τους καταπονούν τόσο, ώστε αν τους έβλεπες τώρα ήθελε συντριβή η καρδιά σου.

ΠΡΟΣΠ. Το στοχάζεσαι, πνεύμα;

ΑΡΙΕΛ. Η δική μου βέβαια, κύριε, αν ήμουν άνθρωπος.

ΠΡΟΣΠ. Και η δική μου πρέπει. Γροικάς εσύ, που δεν είσαι παρά αγέρι, ένα άγγιγμα, μια αίσθηση από τες θλίψες τους, κ' εγώ, ένας από το είδος τους, που αισθάνομαι το κάθε πάθος σφιχτά σαν αυτοί, δεν πρέπει νάχω τρυφερώτερα από σε σπλάχνα. Αγκαλά με τες μεγάλες τους αδικίες κατάκαρδα πληγωμένος, όμως μετέχω με τον υψηλότερο λόγο μου ενάντια στην οργή μου· λάμπει καλύτερα η αρετή παρά η εκδίκηση· αφού μετανοήσανε, το νόημα του σκοπού μου δεν απλώνει παρέκει, μήτε να τους ασχημοκυττάζω. Πήγαινε, ελευθέρωσε τους Άριελ. Λύω τα μάγια μου, γειαίνω τα λογικά τους, και ας γυρίσουν όποιοι ήταν.

ΑΡΙΕΛ. Τρέχω να τους φέρω, Κύριε. (Βγαίνει).

ΠΡΟΣΠ. Εσείς, ίσκιοι του βουνού, του ποταμού, της στεκάμενης λίμνης, και του δάσους, και σεις, που απάνου στους άμμους μ' αγνώριστη ποδοβολή κυνηγάτε τον Ποσειδώνα ενώ τραβιέται, και που άμα γύρη πίσω, τον φεύγετε· σεις, πνευματίδια, που με το φεγγάρι μορφώνετε εκείνους τους πικροπράσινους κύκλους, που δεν τσιμπάει ταρνάκι· κ' εσείς πάλι, πώχετε ξεφάντωση να φτειάνετε μυκάνους το μεσανύκτι, που χαίρεσθε όταν βαρή το σήμαντρο το σοβαρό της εσπέρας· με τη βοήθειά σας (αγκαλά το κράτος σας ολίγο είναι) εγώ εσκοτάδιασα τον ήλιο μεσημερνά, έκραξα όξω τους αδάμαστους ανέμους, κ' έστησα άγριο πόλεμο ανάμεσα στην πράσινη θάλασσα και τον γαλάζιον ουρανό· του κεραυνού, που σκάει με τρομακτικό βρόντο, έβαλα εγώ φωτιά, κ' έσχισα το μέγα δένδρο του Δία με του Δία το πελέκι· το στερεοθεμέλιωτο βουνό εκλόνησα, κ' έσπασα σύρριζα κουκουναριές και κέδρους· μνήματα στην προσταγή μου εξύπνησαν τους κεκοιμημένους· άνοιξαν, και τους ελευθερώσαν, μ' αυτή τη δυνατή μου τέχνη. Αλλά τούτη τη μαύρη μαγεία τώρα την αθετώ, και αφού διορίσω κάποια ουράνια μουσική (ολοένα το κάνω) να ενεργήση στα λογικά τους το σκοπό μου, για τον οποίο γίνεται τούτο ταέρινο μάγευμα, συντρίβω τη ράβδο μου, την θάφτω κάποσες οργυιές μέσα στη γη, και κάτω, σε βάθη, που ποτέ δεν τα έπιασε το σκανδήλι, βυθίζω τη βίβλο μου.

Ακούεται σεμνή μουσική. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ, κατόπι του ο ΑΛΟΝΖΟΣ με φέρσιμο τρελλού, συνωδευμένος από τον ΓΟΝΖΑΛΟ· ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ και ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ στην ίδια κατάσταση, συνωδευμένοι από τον ΑΡΙΕΛ και από τον ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ· όλοι μπαίνουν μέσα στον κύκλο, που είχε κάμει ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, και στέκουν αυτού μαγευμένοι· αυτά παρατηρώντας ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, λέγει.

Ένας σεμνός ήχος, η καλύτερη παρηγορία του συγχυσμένου λογισμού, ας γειάνη τα μυαλά σου, άχρηστα τώρα, βρασμένα μέσα στο κεφάλι σου! Σταθήτ' αυτού, γιατί σας δένει το μάγευμα. – Γονζάλε, άγιε και τιμημένε, τα μάτια μου, άμα εχαρήκαν τα δικά σου, χύνουνε δάκρυα φιλικά. – Το μάγευμα διαλύεται γλήγορα και όπως η αυγή παίρνει της νύκτας σκορπίζοντας το σκότος, ομοίως τα λογικά τους γλυκοχαράζοντας ολοένα διώχνουν την τυφλή καταχνιά, που περισκεπάζει τον φωτεινότερο νου τους. – Ω αγαθέ Γονζάλε, ο αληθινός λυτρωτής μου, και ο άδολος φίλος εκείνου, που συνοδεύεις, θα πλερώσω τες ευεργεσίες του περισσά, και με τα λόγια και με τα έργα. Άπονα, Αλόνζε· μ' εμεταχειρίσθηκες, εμένα και τη θυγατέρα μου· στην πράξη συνέργησε ο αδελφός σου· γι' αυτό θερίζεσαι τώρα, Σεβαστιανέ. Μία σάρκα κ' ένα αίμα, εσύ, αδελφός μου, που εδέχθηκες εις την ψυχή σου τη φιλαρχία, έδιωξες τη συνείδηση και τη φύση· που μαζί με τον Σεβαστιανό (που για τούτο ακούει μέσα του φρικτήν οδύνη) ηθέλετε να δολοφονήσετε τον βασιλέα σας· σε συγχωρώ, μ' όλον ότι είσαι άνθρωπος! – Η νόησή τους αρχινάει να φουσκώνη, και το ρεύμα, που ολοένα σιμώνει, θα γιομίση τα λογικά όρια, που τώρα είναι ακόμα έρημα και βουρκωμένα. Κανένας απ' αυτούς (και με κττάζουν) δεν ημπορεί να με γνωρίση. – Πήγαινε, Άριελ, φέρε μου το κάλυμμά μου, και το σπαθί μου. {Ο Άριελ βγαίνει). Θα ξεσκεπασθώ, και θα φανώ, όποιος ήμουν άλλη φορά, δούκας του Μιλάνου. – Γλήγορα, πνεύμα, σε λίγο είσ' ελεύθερος.

Ο ΑΡΙΕΛ ματαμπαίνει και βοηθώντας τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ να ντυθή τραγουδάει.

Όπου ρουφάει το μελίσσι ρουφάω κ' εγώ· μονιάζω μέσα στο λούλουδο· αυτού κοίτομαι την ώρα, που σκούζ' η κουκουβάγια. Στης νυκτερίδας τον ώμο πετώ προς το καλοκαίρι χαρούμενα· χαρούμενος, χαρούμενος μέλλει να ζω αποκάτου εις τάνθι που κρέμετ' από το κλαδί.

ΠΡΟΣΠ. Και τι! αυτός είναι ο χαριτωμένος μου Άριελ! Θα μου λείψης· όμως πρέπει να λάβης την ελευθερία σου. – Έτσι, έτσι. – Τρέχα στο βασιλικό καράβι, αόρατος καθώς είσαι: εκεί θάβρης τους ναύταις αποκοιμημένους αποκάτου από το κατάστρωμα· αφού ξυπνήσης τον καραβοκύρη και τον πλωρήτη, σπρώξε τους εδώ, κ' ευθύς, παρακαλώ σε.

ΑΡΙΕΛ. Καταπίνω τον αέρα μπροστά μου, και θα είμαι γυρισμένος πριχού ο κτύπος του σφυγμού σου δευτερωθή. (Βγαίνει).

ΓΟΝΖ. Όπου βασανισμός, όπου σύγχυση, όπου τέρατα, όπου τρόμος, όλα εδώ κατοικούν! Του Υψίστου το χέρι να μας έβγανε από τούτον τον κατάφοβο τόπο!

ΠΡΟΣΠ. Κύτταξε, Βασιλέα, τον αδικημένον Δούκα του Μιλάνου, τον Πρόσπερο· να βεβαιωθής καλύτερα ότι ο πρίγκιπας, που σου μιλεί, ζη αληθινά, ιδού σε περιλαμβάνω, και σου λέγω από καρδιάς, καλώς ήρθες μ' όλη σου την συντροφιά.

ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι εκείνος ή όχι, ή αν είσαι κάποιο μαγευμένο τίποτε, για να μείνω πάλι γελασμένος, καθώς προ ολίγου, δεν ηξεύρω· ο σφυγμός σου κτυπάει ως από σάρκα κ' αίμα, και από την στιγμήν, που σ' είδα, ολιγοστεύει αυτό που επλάκωνε τον νου μου, και που ήτον, φοβούμαι, της τρέλλας η οδύνη. Όλα τούτα, αν υπάρχουν τωόντι, πρέπει να εξηγηθούνε παράδοξα.

Την δουκαρχία σου επιστρέφω, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσης γιατί σ' έχω αδικήσει. Αλλά πώς γίνεται να ζη ο Πρόσπερος, και να είν' εδώ;

ΠΡΟΣΠ. Πρώτα, ευγενικέ μου φίλε, ν' ασπασθώ τα γερατειά σου· δίχως μέτρο, δίχως όρια είναι η τιμιότης σου.

ΓΟΝΖ. Αν αυτό, που βλέπω, είναι ή δεν είναι, δεν ορκίζομαι.

ΠΡΟΣΠ. Κρατείς ακόμα από το νησί κάποιες λεπτολογίες, που σ' εμποδίζουν να πιστέψης πράμματα βέβαια. – Καλώς ήρθετε όλοι οι φίλοι μου, (Χαμηλά προς τον Σεβαστιανό και τον Αντώνιο). Αλλά σεις, άξιο ζευγάρι, – μπορούσα, κύριοι, να σύρω απάνω σας την οργή της Μεγαλειότητάς του, και να σας αποδείξω προδότες· τώρα δεν θέλω να φανερώσω τα μυστικά.

ΣΕΒΑΣΤ. Ο πειρασμός μιλεί μέσα του.

ΠΡΟΣΠ. Όχι· – όσο για σε, κακή ψυχή, που αν σ' έλεγα αδελφόν, θα εμόλυνα τα χείλη μου, σου συγχωρώ την πλέον αισχρή από τες αδικίες σου, – σου τα συγχωρώ όλα· και απαιτώ από σε το θρόνο μου, που στανικώς, το ξέρω, πρέπει να μου ξαναδώσης.

ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι ο Πρόσπερος, λέγε μου καταλεπτώς πώς εσώθηκες, πώς μας απάντησες εδώ, ενώ δεν είναι παρά τρεις ώρες αφότου εμείς ετσακισθήκαμε σε τούτο τακρογιάλι, κ' εγώ έχασα (πόσο με σφάζ' η ενθύμηση!) τον ακριβό μου υιο Φερδινάνδο.

ΠΡΟΣΠ. Πόσο μου πονεί, Κύριε!

ΑΛΟΝΖ. Αγιάτρευτος είναι ο πόνος, και η υπομονή δα ωμολόγησε ότι τα μέσα της δεν ωφελούν.

ΠΡΟΣΠ. Εγώ μάλιστα στοχάζομαι ότι δεν την εζήτησες να σε θεραπεύση· από τη γλυκειά της χάρη, εις όμοιον πόνο, λαβαίνω εγώ υψηλό βοήθημα, και παύω τα παράπονα.

ΑΛΟΝΖ. Υπόφερες και συ παρόμοιον χαμό;

ΠΡΟΣΠ. Τόσο μεγάλος, τόσο νωπός· και να βαστάξω τον πόνο μου λείπουν εκείνες η παρηγοριές, εις τες οποίες δύνασαι εσύ να προστρέξης· επειδή εγώ έχασα τη θυγατέρα μου.

ΑΛΟΝΖ. Μία θυγατέρα! ω Ουρανέ! να ζούσαν κ' οι δύο στη Νεάπολη, βασιλέας εκεί και βασίλισσα! Α! να ζούσαν, και ας ήμουν εγώ χωσμένος στην αμμώδη κλίνη, όπου κοίτεται ο υιός μου! Πότε έχασες τη θυγατέρα σου;

ΠΡΟΣΠ. Εις τούτη την τρικυμία. – Καταλαβαίνω ότι οι Κύριοι εδώ απορούν για τούτο το συναπάντημα τόσο, που κατατρώνε τον νου τους, και φοβούνται μήπως τους γελούν τα μάτια τους, μήπως τα λόγια τους δεν είναι φυσική πνοή. Αλλ' όπως και αν εταράχθηκαν τα λογικά σας, βεβαιωθήτε ότι εγώ είμαι ο Πρόσπερος, εκείνος ο ίδιος δούκας, ο οποίος είχε διωχθή από το Μιλάνο, ο οποίος με παράδοξον τρόπο, σε τούτο τακρογιάλι, όπου σεις ετσακισθήκετε, εβγήκε γλυτωμένος να το κυριέψη. Φθάνει για τώρα· γιατί τούτο δεν είναι διήγηση μιας στιγμής, μήτε αρμόζει σε τούτη την πρώτη απάντησή μας. Καλώς ήρθες, Κύριε· τούτο το σπήλαιο είν' η Αυλή μου· εδώ έχω λίγους υπηρέτες, και εις το νησί δεν έχω υπηκόους. Σε παρακαλώ να κυττάξης εκεί μέσα. Αφού μου ξανάδωσες τη δουκαρχία μου, εγώ σ' ανταμείβω με πράμμα ώμορφο άλλο τόσο· βγάνω όξω τουλάχιστο ένα θαύμα, να σ' ευχαριστήσω, όσο μ' ευχαριστάει ο θρόνος μου.

Το έμπα του Σπηλαίου ανοίγει, και φαίνονται ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ και η

ΜΙΡΑΝΤΑ, που παίζουν τους πεσσούς.

ΜΙΡ. Γλυκέ μου φίλε, με γελάς.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ακριβή μου αγάπη, δεν θα το έκανα για όλα τα καλά του κόσμου.

ΜΙΡ. Ναι, αν ήτον για κάμποσα βασίλεια, ας μ' ελάθευες, σου έλεγα ότι παίζεις τίμια.

ΑΛΟΝΖ. Ανίσως αυτό που βλέπω καταντήση πάλι έν' από τα δράματα του νησιού, θα χάσω δεύτερη φορά τακριβό μου τέκνο!

ΣΕΒΑΣΤ. Ω μέγα θαύμα!

ΦΕΡΔΙΝ. Η θάλασσα, ναι, φοβερίζει, αλλά σπλαχνίζεται· αδίκως την εκαταράστηκα. (Ο Φερδινάνδος γονατίζει μπροστά στον Αλόνζο).

ΑΛΟΝΖ. Α! όλες η ευχές ενού πασίχαρου πατρός να σε περιζώσουν! Σήκω, και λέγε πως ήρθες εδώ.

ΜΙΡ. Ω θαύμα! Ιδές πόσα καλά πλάσματα! Ώμορφη που είναι η ανθρωπότης!

Λαμπρέ καινούριε κόσμε, ωραία πούσαι κατοικημένος!

ΠΡΟΣΠ. Για σε είναι καινούριος.

ΑΛΟΝΖ. Ποία είν' αυτή η κόρη, πού έπαιζε μαζί σου; η γνωριμία σας μπορεί νάναι, το πολύ, από τρείς ώρες· είν' αυτή τάχα η θεά, πού μας εχώρισε και μας ένωσε πάλι;

ΦΕΡΔΙΝ. Κύριε, θνητή είναι· όμως αθάνατη Πρόνοια ηθέλησε να την κάμη δική μου· την εδιάλεξα όταν ήτον αδύνατο να ζητήσω συμβουλή του πατρός μου· μήτ' έλεγα πως τον είχα· είναι θυγατέρα τούτου του ξακουσμένου δουκός του Μιλάνου, που τόσες φορές άκουσα να δοξάζεται, και δεν τον είχα ιδεί ποτέ· από τον οποίον έλαβα δεύτερη ζωή, και δεύτερον πατέρα μου τον εχάρισε τούτη η κυρία.

ΑΛΟΝΖ. Η οποία έγινε θυγατέρα μου. Αλλά πόσο θέλει φανή παράδοξο, πως πρέπει να ζητήσω συγχώρεση της θυγατέρας μου!

ΠΡΟΣΠ. Κύριε, πάψε. Ας μη βαρύνουμε την ενθύμησή μας με θλίψες περασμένες.

ΓΟΝΖ. Εγώ έκλαια μέσα μου· για τούτο εσώπαινα έως τώρα. Σκύψετε, θεοί, και απάνω των δύο κατεβάσετε στεφάνι ευλογημένο· γιατί σεις εγράψετε το δρόμο, οπού μας έφερ' εδώ.

ΑΛΟΝΖ. Γένοιτο, λέγω κ' εγώ, Γονζάλε!

ΓΟΝΖ. Ο Δούκας του Μιλάνου εδιώχθηκε από το Μιλάνο, όπως το γένος του βασιλέψη στη Νεάπολη; Ω! αναγαλλιασθήτε μ' ασυνήθιστη αναγάλλιαση! χαράξετέ το με χρυσά γράμματα απάνω σ' αιώνιες στήλες. Εις ένα και το αυτό ταξείδι, η Κλάριβελ εύρηκε άνδρα εις το Τούνεζι, ο Φερδινάνδος, ο αδελφός της, μία σύντροφο εκεί, που ο ίδιος ήταν χαμένος, ο Πρόσπερος τη δουκαρχία του σ' ένα έρημο νησί, και καθένας από μας ηύρε τον εαυτό του ενώ είχε βγη από τον εαυτό του.

ΑΛΟΝΖ. (Προς τον Φερδιν. και την Μιράντα). Δόστε μου τα χέρια σας· ο καϋμός και η θλίψη να σφίξουν πάντα την καρδιά, που δεν θέλει τη χαρά σας.

ΓΟΝΖ. Γένοιτο.! Αμήν!

Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ με τον Καραβοκύρη, και με τον πλωρήτη, που ακολουθούν τρομασμένοι.

Κύτταξε, κύριε, κύτταξε, να και άλλοι της συντροφιάς μας! Εγώ είχα προφητέψει ότι, αν η στερηά είχε φούρκες, τούτο το υποκείμενο δεν θα επνιγότουν. Τώρα, βλάσφημε άνθρωπε, που στη θάλασσα δεν ηξέρεις παρά κατάρες, στη στερηά έχασες τη γλώσσα σου; Τι νέα;

ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο.

ΑΡΙΕΛ. (Μοναχός του). Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα.

ΠΡΟΣΠ. (Μοναχός του). Επιδέξιο μου Πνεύμα!

ΑΛΟΝΖ. Τούτα δεν είναι πράμματα φυσικά· περισσεύουν πάντα στο παραδοξότερο. Λέγε, πώς ήρθες εδώ;

ΠΛΩΡ. Αν επίστευα πως είμαι αλήθεια έξυπνος, θα επάσχιζα να σου το διηγηθώ. Εκοιμώμασθε σαν νεκροί, και (το πώς, δεν ηξεύρουμε) όλοι σωρό αποκάτου από το κατάστρωμα, όταν, προ ολίγου, παράξενες και διάφορες βοές, μουγκρίσματα, σκουξίματα, ουρλιάσματα, και άλυσσες συρμένες, και μύριοι ήχοι, όλοι φοβεροί, μας εξύπνησαν με μιας, ελεύθεροι· τότε μ' όλο του το ευτρέπισμα είδαμε κ' έλαμπε το καλό βασιλικό καράβι· ο Καραβοκύρης επηδούσε βλέποντάς το. Σε μία στιγμή, αν σ' αρέση, ωσάν στα ονείρατα, μας εχώρισαν από τους άλλους, και μας εκουβάλησαν εδώ με τούτα μας τα ξαφνισμένα μούτρα.

ΑΡΙΕΛ. (Μοναχός του). Επήγε καλά έτσι;

ΠΡΟΣΠ. (Μοναχός του) Θαυμαστά, ξυπνάδα μου. Λαβαίνεις την ελευθεριά σου.

ΑΛΟΝΖ. Άνθρωπος δεν επάτησε ποτέ παρόμοιο λαβύρινθο· και εις όλα τούτα είναι κάτι που η φύσις δεν επροξένησε ποτέ. Κάποιο μαντείο πρέπει να μας φωτίση.

ΠΡΟΣΠ. Κύριέ μου, μη βασανίζης το πνεύμα σου με το να ερευνήσης αυτά τα παράδοξα. Με πρώτη ευκαιρία (και θέλει τύχη γλήγορα) εγώ σου ξεδιαλύνω, ένα προς ένα, όσα εσυνέβηκαν, εις τρόπον ώστε θα τα εύρης όλα πιθανά. Ωστόσο έχε καλή καρδιά, και παύσε τον φόβο. – (Παράμερα). Έλα δω, πνεύμα, ελευθέρωσε τον Κάλιμπαν με τους συντρόφους του· λύσε τα μαγια. (Ο ΑΡΙΕΛ βγαίνει). Τι κάν' η Υψηλότης σου; λείπουν ακόμη από τη συντροφιά σας κάποια ανάποδα παιδιά, που λησμονήσετε.

Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ τραβώντας μέσα τον ΚΑΛΙΜΠΑΝ, τον ΣΤΕΦΑΝΟ και τον

ΤΡΙΝΚΟΥΛΟ, ντυμένους με τα κλεμμένα φορέματα.

ΣΤΕΦΑΝ. Κάθε άνθρωπος ας φροντίζη για τους άλλους, και κανείς ας μη γνοιάζεται για τον εαυτό του· γιατί όλα είναι της τύχης. Αντριέψου! τέρας, αντριέψου!

ΤΡΙΝΚ. Αν αυτά πώχω στο κεφάλι μου είναι καλοί κατάσκοποι, τούτο είναι ένα λαμπρό θέαμα!

ΚΑΛΙΜΠ. Ω Σέτεβε! τούτα είν' άξια πνεύματα τωόντι! Πώς γυαλίζει ο κύριος μου! φοβούμαι θα με παιδέψη.

ΣΕΒΑΣΤ. Α! Α! τ' είν' τούτα; Κύριε μου Αντώνιε, είναι για πούλημα;

ΑΝΤΩΝ. Ως φαίνεται· έν' απ' αυτά είναι φανερό ψάρι, και άσφαλτα για το φόρο.

ΠΡΟΣΠ. Παρατηρήσετε εκείνα που φορούνε, και ύστερα πέστε πόση τιμή έχουν απάνω τους αυτά τα υποκείμενα. Τούτος ο κακόμορφος κατέργαρος εγεννήθη από μία στρίγλα, και μία στρίγλα τόσο φοβερή, που εβίαζε το φεγγάρι, κ' εκυβερνούσε όπως ήθελε τα κύματα, ν' ανεβούν και να κατεβούν, δίχως τη δύναμή του. Τούτ' οι τρεις μ' εκλέψανε, και εκείνος ο μισοδαίμονας (γιατί είναι νόθος) έκαμε το ένα του μ' αυτούς για να μου πάρη τη ζωή. Οι δύο πρέπει να ομολογήσετε ότι είναι δικοί σας· τούτο το πράμμα του σκότους το αναγνωρίζω για δικό μου.

ΚΑΛΙΜΠ. Ω θανάσιμες τσιμπιές που καρτερώ!

ΑΛΟΝΖ. Δεν είναι αυτός ο Στέφανος; ο μέθυσος κελλάρης μου;

ΣΕΒΑΣΤ. Μεθάει ολοένα· πού ηύρε το κρασί;

ΑΛΟΝΖ. Μήτε ο Τρίνκουλος βαστιέται· που να ευρήκανε το πιοτό, που τους ερρόδισε; πώς αρτύσθηκες έτσι;

ΤΡΙΝΚ. Από την ώρα που σας άφησα αρτύσθηκα τόσο καλά, που την μύγα δεν την έχω χρεία.

ΣΕΒΑΣΤ. Ε, Στέφανε!

ΣΤΕΦΑΝ. Α! μη με 'γγίξης· δεν είμαι Στέφανος, μόνο πατόκορφα ένα μούδιασμα.

ΠΡΟΣΠ. Ήθελες νάσαι βασιλέας του νησιού, κατέργαρε;

ΣΤΕΦΑΝ. Θελάμουνα βέβαια ένας πικρός βασιλέας.

ΑΛΟΝΖ. Δεν είδα ποτέ πράμμα τόσο αλλόκοτο (δείχνοντας τον Κάλιμπαν).

ΠΡΟΣΠ. Στραβός είναι στα ήθη του καθώς εις τη μορφή του. Πήγαινε, σκλάβε, στο σπήλαιο μου, πάρε μαζί σου και τους συντρόφους σου· και αν επιθυμάς να σε συμπαθήσω, ευτρέπισέ το ώμορφα.

ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, κ' εδώ κ' εμπρός θα κάνω φρόνιμα, θα πασχήσω να κερδίσω την αγάπη σου. Χοντρό γαϊδούρι που ήμουνα να κάνω θεό εκείνον τον μεθύστακα! να λατρεύω αυτό ξόανο!

ΠΡΟΣΠ. Σύρε· φεύγα.

ΑΛΟΝΖ. Σύρτε· και βάλτε τα φορέματα όπου τα βρήκετε.

ΣΕΒΑΣΤ. Λέγε καλύτερα, όπου τάκλεψαν.

Βγαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ και ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΠΡΟΣΠ. Κύριε, προσκαλώ την Υψηλότητά σου και τη συνοδία σου εις το φτωχό μου σπήλαιο· όπου θ' αναπαυθήτε τούτη τη νύκτα μοναχά, μέρος της οποίας θα περάσουμε μ' ένα διήγημα που, είμαι βέβαιος, θα κάμη να φεύγουν η ώρες· την ιστορία της ζωής μου, και τα μερικά περιστατικά, που μου 'λαχαν, αφού έφθασα εις τούτο το νησί· και άμα ξημερώση, θα σας φέρω στο καράβι σας, και μ' αυτό στη Νεάπολη, που ελπίζω να ιδώ να τελεσθή των δύο μας ακριβαγαπημένων ο γάμος· και εκείθε ν' αποτραβηχθώ στο Μιλάνο, όπου των φροντίδων μου το ένα τρίτο θα το αφιερώσω του τάφου μου.

ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή.

ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. – Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! (Παράμερα). Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ. (Βγαίνουν).