Kitabı oku: «Οθέλλος», sayfa 2
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
Λιμήν εν Κύπρω 11 παρά τον αιγιαλόν
Εισέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ και δύο άρχοντες ΚΥΠΡΙΟΙ
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι φαίνεται 'ς το πέλαγος από το ακρωτήρι;
Α’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Δεν διακρίνω τίποτε. Βουνόν το κάθε κύμα·
δεν ξεχωρίζω μεταξύ συννέφων και θαλάσσης
ούτε πανί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εις την ξηράν ο άνεμος μουγκρίζει.
Τόσον πολύ τους πύργους μας δεν έσεισε ποτέ του.
Εάν και εις το πέλαγος φυσά με τόσην λύσσαν,
ποια τάχα ξύλινα πλευρά θα δυνηθούν ν' ανθέξουν
εις τα βουνά οπού βουτούν! Να ιδούμεν τι θα γείνη;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Θα γείνη μέγας σκορπισμός του τουρκικού του στόλου.
Αν ημπορέσης να σταθής εις του 'γιαλού την άκρην,
θα ιδής τα νέφη να κτυπά μ' αφρούς το κάθε κύμα.
Η θάλασσ' ανεμόδαρτη, με χαίτην ορθωμένην,
να καταβρέξη προσπαθεί τ' αστέρια, και να σβύση
'ς τον Ουρανόν τους φύλακας του ακινήτου πόλου.
Ποτέ μου τόσην ταραχήν 'ς το πέλαγος δεν είδα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εάν ο στόλος των εχθρών δεν ήναι αραγμένος
'ς απανεμιάν, δεν θα σωθή· τον έχω και πνιγμένον.
Των αδυνάτων να βαστά 'ς ανεμοζάλην τόσην
(Εισέρχεται τρίτος Κύπριος.)
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Νέα, παιδιά! Ο πόλεμος τελειωμένος είναι.
Τους Τούρκους τους επρόκοψεν αυτή η τρικυμία,
και τους χαλνά τα σχέδια. Βενέτικον καράβι
απήντησε τα τουρκικά και είδε την ζημίαν
και την φρικτήν καταστροφήν όλου σχεδόν του στόλου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αληθινά;
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Ναι· είν' εδώ αγκυροβολημένον.
Ο Μιχαήλ ο Κάσιος, του Μαύρου του Οθέλλου
υπασπιστής, ήλθε μ' αυτό. Κι' ο Μαύρος ταξειδεύει
και έρχεται διοικητής και στρατηγός της Κύπρου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Πολύ το χαίρομαι. Καλόν διοικητήν μας στέλνουν.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Αλλά ο Κάσιος αυτός, ενώ παρηγορίαν
μας φέρνει με την είδησιν πως 'χάθηκαν οι Τούρκοι,
είναι ανήσυχος πολύ και καταλυπημένος,
και τον Θεόν παρακαλεί να σώση τον Οθέλλον,
διότι τους εχώρισε φρικτή ανεμοζάλη.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Να τον φυλάγη ο Θεός! Εδούλευσα μαζή του
και είν' ανδρείος στρατηγός, αλήθεια παλλικάρι!
Ελάτε 'ς την ακρογιαλιάν τον Κάσιον να ιδούμεν,
και εις τον ίδιον καιρόν να ρίξωμεν το 'μάτι
έως εκεί που θάλασσα κ' αιθέρας δεν χωρίζουν,
με την ελπίδα μη φανή το πλοίον του Οθέλλου.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Και άλλο ίσως φθάσιμον κάθε στιγμή μας φέρη.
Ελάτε!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ ακολουθούμενος υπό Κυπρίων.)
ΚΑΣΙΟΣ
Σας ευχαριστώ, της Κύπρου παλλικάρια,
που τόσον καλοδέχεσθε το όνομα του Μαύρου.
Παρακαλείτε τον Θεόν να τον κατευοδώση,
διότι 'χωρισθήκαμεν εις κίνδυνον μεγάλον.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Είναι το πλοίον του καλόν;
ΚΑΣΙΟΣ
Γερόν το σκάφος είναι,
και ο πιλότος του γνωστός, και άνθρωπος της τέχνης·
εις τούτο την ελπίδα μου στηρίζω μέχρι τέλους.
(Φωναί έξωθεν.)
Ένα πανί! Ένα πανί.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι θόρυβος; τι τρέχει;
Δ'. ΚΥΠΡΙΟΣ
Η πόλις όλη άδειασε· 'ς την άκρην της θαλάσσης
ο κόσμος εσωρεύθηκε, κ' έ ν α π α ν ί φωνάζουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Κάτι μου λέγει πως αυτό του στρατηγού θα ήναι
το πλοίον.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Κανονοβολούν χαιρετισμόν 'ς το Κάστρον
Φθάσιμον φίλου είν' αυτό.
ΚΑΣΙΟΣ
Παρακαλώ πηγαίνεις
να μάθης ποίος έφθασε; κ' ειπέ μας το.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Πηγαίνω.
(Εξέρχεται.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Κι' ο στρατηγός, υπασπιστά, στεφανωμένος είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Διά την ευτυχίαν του! Επέτυχε μιαν νέαν,
που ξεπερνά περιγραφάς, κι' ό,τι κι' αν 'πή η φήμη,
κι' ό,τι να γράψη ημπορεί εξακουστόν κονδύλι.
Χαριτωμένη και καλή κι' ωραία…
(Επιστρέφει ο Β'. ΚΥΠΡΙΟΣ)
Ποίος ήλθε;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Σημαιοφόρος είν' αυτός του Μαύρου· κάποιος Ιάγος.
ΚΑΣΙΟΣ
Κατευοδώθη γρήγορα με την καλήν την ώραν!
Και πέλαγος, και κύματα, και η ανεμοζάλη,
βράχοι που βράζει το νερόν, και άμμοι σωριασμένοι,
προδόται που το άκακον παραμονεύουν σκάφος,
τα πάντα, 'σάν να ήξευραν τι κάλλος διαβαίνει,
την αγριάδα έχασαν που είναι φυσική των
κ' επέρασεν απείρακτη η θεία Δυσδαιμόνα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Και ποία είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Είν' αυτή που σ' έλεγα, ω φίλε·
του στρατηγού ο στρατηγός! Ο Ιάγος ο γενναίος
την εσυνόδευσεν εδώ. Αλλά το φθάσιμόν της
επρόλαβε τους πόθους μας κατά επτά ημέρας.
Θεέ μεγάλε, φύλαγε και σώσε τον Οθέλλον
εις τ' άρμενά του ας φυσά η δυνατή πνοή σου!
Αξίωσέ τον εις αυτόν ν' αράξη τον λιμένα,
της Δυσδαιμόνας την γλυκειάν αγκάλην ν' απολαύση,
εις το σβυσμένον θάρρος μας νέαν φωτιάν να δώση,
κι' όλον της Κύπρου το νησί να το παρηγορήση!
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, η ΑΙΜΙΛΙΑ, ο ΙΑΓΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ και συνοδεία.)
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, κατέβη 'ς την ξηράν ο θησαυρός του πλοίου!
Της Κύπρου άνδρες, πέσατε 'ς τα γόνατα εμπρός της.
Κυρία, καλώς ώρισες. Η χάρις του Υψίστου
εμπρός, οπίσ' , από παντού να σε περικυκλόνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ευχαριστώ σε, Κάσιε γενναίε. Του ανδρός μου
τι νέα έχεις να μου 'πής;
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν έφθασεν ακόμη,
αλλά τον άφησα καλά, κ' ελπίζω δεν θ' αργήση.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Φοβούμαι όμως… Διατί δεν ήλθετε συγχρόνως;
ΚΑΣΙΟΣ
Η Θάλασσα κι' ο Ουρανός επιάσθηκαν εις μάχην
κ' εχώρισαν τον δρόμον μας 'ς το πέλαγος… Ακούεις;
Ένα πανί!
(Φωναί έξωθεν)
Ένα πανί! Ένα πανί!
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
'Σ το Κάστρον
το χαιρετούν με κανονιαίς. Και τώρα φίλος είναι.
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδέ τι τρέχει.
(Εξέρχεται ο Κύπριος.)
(Πρoς τον Ιάγον.)
Είσαι συ; Καλώς μας ήλθες, Ιάγο.
(Προς την Αιμιλίαν.)
Κυρά μου, καλώς ώρισες.
(Την φιλεί.)
Μη σε πειράζει, Ιάγο, αν ξεθαρρεύωμαι πολύ. Οι τρόποι μου το έχουν να ήμαι μάλλον τολμηρός εις την φιλοφροσύνην.
ΙΑΓΟΣ
Αν τόσον σου εχάριζε κ' εσένα με τα χείλη,
όσον η γλώσσα της συχνά 'ς εμένα χαριτόνει,
θα σου εφαίνετο πολύ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλέ, φωνήν δεν έχει.
ΙΑΓΟΣ
Ω! έχει, μα την πίστιν μου, και με το παρεπάνω!
Εγώ το' ξεύρω πώς λαλεί όταν μου έρχετ' ύπνος.
Εμπρός 'ς την ευγενείαν σου την γλώσσαν, εννοείται,
την συμμαζεύει 'ς την καρδιάν, και μέσα της γρυνιάζει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αυτά να λέγης αφορμήν δεν έχεις.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα·
σεις όλαις εικονίσματα είσθ' έξω απ' το σπίτι,
πλην μέσα αγριόγατοι, κ' η γλώσσα σας καμπάνα·
όταν πειράζετ' άγιοι, διαβόλοι αν σας πειράζουν,
και ακαμάτραις 'ς την δουλειάν, δουλεύτραις 'ς το κρεββάτι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! Εντροπή, κακόγλωσσε.
ΙΑΓΟΣ
Αν σε γελώ τουρκεύω!
'ς τον ύπνον σας δουλεύετε, και παίζετε 'ς τον ξύπνον.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν σ' έβαλα εγκώμιον να γράψης.
ΙΑΓΟΣ
Μη με βάλης.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι θάγραφες, εγκώμιον αν είχες να μου κάμης;
ΙΑΓΟΣ
Παρακαλώ, Κυρία μου, μη μου ζητής επαίνους,
και δεν αξίζω τίποτε εάν δεν ψεγαδιάζω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμπρός. Δοκίμασε. – Κανείς επήγε 'ς τον λιμένα;
ΙΑΓΟΣ
Επήγε· ναι, Κυρία μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Διάθεσιν δεν έχω·
τον εαυτόν μου απατώ την εύθυμην αν κάμω.
Ας ήναι. – Λέγε μας λοιπόν· πώς θα μ' εγκωμιάσης;
ΙΑΓΟΣ
Κοντεύω. Αλλ' η έμπνευσις 'βγαίνει απ' το καύκαλόν μου,
καθώς εβγαίνει ο ιξός απ' την προβιάν που πιάση·
μου ξεκολνά και τα μυαλά και κάθε τι. Εν τούτοις
η Μούσα μου κοιλοπονά. Να το ξεγέννημά της:
Η κάτασπρη και γνωστική έχει ευμορφιάν και γνώσιν·
το ένα είναι χρήσιμον το άλλο κάμνει χρήσιν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλόν εγκώμιον αυτό. Κ' η γνωστική και μαύρη;
ΙΑΓΟΣ
Αν ήναι μαύρη κ' έχη νουν, κ' εκείνη δίχως άλλο
θα εύρη την μαυρίλαν της με άσπρον να ταιριάξη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Κακά τα πηγαίνομεν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Και η κουτή και ωραία;
ΙΑΓΟΣ
Ποτέ κουτή δεν ημπορεί να ήναι η ωραία,
αφού κ' η κουταμάδα της θα φέρη κληρονόμον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτά είναι παραδοξολογίαις να ταις ακούουν οι
βλάκες εις το καπηλειόν και να γελούν. Και τι κακορρίζικον
εγκώμιον έχεις να ειπής δι' εκείνην, η οποία είναι
και κουτή και άσχημη;
ΙΑΓΟΣ
Κουτή γυναίκα κι' άσχημη δεν έχει, που δεν κάμνει
τα ίδια τα καμώματα με ξυπνηταίς κι' ωραίαις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι χονδρή αμάθεια! Το καλλίτερόν σου εγκώμιον
είναι διά την χειροτέραν γυναίκα! Και τι θα έλεγες δι'
εκείνην, η οποία πραγματικώς αξίζει, και δεν έχει να
φοβηθή ούτε την κακογλωσσιάν;
ΙΑΓΟΣ
Εκείνη που είν' εύμορφη και όμως δεν το 'ξεύρει,
που έχει γλώσσαν και φωνήν και όμως δεν φωνάζει,
που δεν της λείπουν χρήματα αλλά δεν τα σκορπίζει,
που λέγ' είν' εις το χέρι μου και όμως δεν το κάμνει,
που αν και την επείραξαν δεν τιμωρεί, κι' αφίνει
να φύγ' η δυσαρέσκεια και τ' άδικον να μείνη,
που έχει γνώσιν, και τον νουν δεν έχασε ν' αλλάξη
διά ουράν του σολομού κεφάλι της μουρούνας, 12
που της περνούν συλλογισμοί πλην 'ξεύρει να τους
[κρύπτη,
που αν κανείς την κυνηγά το νοιώθει, πλην δεν στρέφει,
τέτοια γυναίκα, αν ποτέ υπήρξε τέτοια, πρέπει…
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να κάμη τι;
ΙΑΓΟΣ
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι μισερόν και ανούσιον συμπέρασμα! Μη τον
ακούης, Αιμιλία, και ας ήναι και άνδρας σου. Τι λέγεις
Κάσιε; Δεν είναι αδιάντροπα τα γνωμικά του;
ΚΑΣΙΟΣ
Τα λέγει ξάστερα, Κυρία μου· είναι καλλίτερος διά
στρατιώτης παρά διά λογιώτατος.
(Συνομιλεί μετά της Δυσδαιμόνας)
ΙΑΓΟΣ
Την παίρνει από το χέρι… Μάλιστα! Λέγε τα
σιγαλά. Με αυτήν την μικρήν αραχνιάν θα πιάσω εγώ
μίαν μυίγαν μεγάλην μεγάλην, οπού την λέγουν Κάσιον!
– Βέβαια, χαμογέλα, θα σε μαγκώσω με ταις
νοστιμάδαις σου. – Τω όντι! Ωραία τα λέγεις! Αν με
αυτά σου τα τσακίσματα σε κάμω να χάσης τον βαθμόν
σου, καλά θα ήτο να μην είχες φιλήσει τόσαις φοραίς
τα τρία σου δάκτυλα, καθώς ετοιμάζεσαι να ξανακάμης
διά να μας δείξης την χάριν σου… Περίφημα! ωραίος
ασπασμός! Χαριέστατος χαιρετισμός! Ωραία, μα την
αλήθειαν!.. Τι; πάλιν τα δάκτυλα εις τα χείλη;
Καλλίτερα δι' εσένα να ήσαν τόσα μασούρια γλυστηριού
τα δάκτυλά σου…
(Σάλπιγγες έξωθεν)
Ο Μαύρος! Γνωρίζω την σάλπιγγά του.
ΚΑΣΙΟΣ
Αλήθεια!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να τον προϋπαντήσωμεν, να τον δεχθώμεν!
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού! έρχεται.
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ μετά της συνοδείας του)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ωραία ηρωίνα μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αγαπητέ Οθέλλε!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μεγάλος είν' ο θαυμασμός, μεγάλη κ' η χαρά μου
εδώ να σ' εύρω προ εμού φθασμένην, ω ψυχή μου!
Αν κάθ' ανεμοστρόβιλος τέτοιαν γαλήνην φέρνη,
μην παύης τότε να φυσάς αέρα, έως ότου
απ' τον βαθύν τον ύπνον του τον Χάρον να 'ξυπνήσης
κι' ας κουρασθή το σκάφος μου ν' αναιβοκαταιβαίνη
εις του πελάγους τα βουνά, κι' από την κορυφήν των,
ωσάν τον Όλυμπον 'ψηλά, να πέφτη – 'σαν να πέφτη
'ς τον Άδην απ' τον Ουρανόν! Αν ήτο ν' αποθάνω,
απέθνησκα μετά χαράς αυτήν την ώραν! Τόσον
είν' η ψυχή μου ήσυχη κι' αναπαυμένη τώρα,
ώστε φοβούμαι μη ποτέ η άγνωστή μου Μοίρα
τόσην χαράν και ηδονήν δεν μου ξαναχαρίση!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να δώση πάντα ο Θεός ν' αυξάνουν με τα χρόνια
κ' οι έρωτές μας κ' η χαρά!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν, αγαπητή μου!
Δεν έχω λόγια να ειπώ την ευχαρίστησίν μου!
Είν' η χαρά τόσον πολλή, που πνίγει τον λαιμόν μου.
Κι' αυτό, κι' αυτό…
(Την ασπάζεται επανειλημμένως)
Ω! πάντοτε αυτήν την αρμονίαν να κάμνουν αι καρδίαι μας!
ΙΑΓΟΣ (καθ' εαυτόν)
Καλά τα 'πάτε τώρα· όμως αυτήν την μουσικήν εγώ θα την χαλάσω, ή να μην ήμαι άνθρωπος!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πηγαίνωμεν 'ς το Κάστρον.
'Τελείωσεν ο πόλεμος· επνίγησαν οι Τούρκοι. —
Τι γίνονται οι φίλοι μου οι παλαιοί της Κύπρου; —
Εσύ θα γείνης του νησιού η χαδευμένη τώρα.
Έχω πολλούς, που μ' αγαπούν εδώ, γλυκό μου μέλι.
Απ' την χαράν μωρολογώ και λέγω αλλ' αντ' άλλων.
Παρακαλώ σε, Ιάγο μου, καταίβα 'ς τον λιμένα,
ξεφόρτωσε τα πράγματα, και φέρε μου 'ς το Κάστρον
τον πλοίαρχον· πάσα τιμή και έπαινος του πρέπει·
είν' άξιος θαλασσινός. – Ω Δυσδαιμόνα, έλα·
και πάλιν καλώς ώρισες, αγάπη μου, 'ς την Κύπρον.
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και αι συνοδείαι των)
ΙΑΓΟΣ
Έλα να μ' ενταμώσης αμέσως κάτω εις τον λιμένα.
Έλα εδώ. Αν ήσαι παλλικάρι – (αφού το λέγει ο λόγος
ότι, όταν κανείς ερωτευθή γίνεται καλλίτερος από
ό,τι είναι το φυσικόν του 14), άκουσέ με. Απόψε ο
υπασπιστής φρουρεί εις την αυλήν του Κάστρου. Πρώτα
και αρχή όμως πρέπει να σου ειπώ το εξής: η Δυσδαιμόνα
είναι ερωτευμένη μαζή του.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Μαζή του! Εκείνη; Αδύνατον!
ΙΑΓΟΣ
Βάλε το δάκτυλόν σου εις τα χείλη και άκουε να μάθης. Ενθυμήσου πόσον ορμητικά ερωτεύθηκεν απ' αρχής, μόνον και μόνον από τα καυχήματα και τα παραμύθια οπού της έλεγεν ο Μαύρος. Και θέλεις να εξακολουθή ακόμη να τον αγαπά διά τα φλυαρήματά του; Αν έχης άσπρου γνώσιν δεν θα το πιστεύσης αυτό. Το 'μάτι της θέλει να χορτάση. Και τι ευχαρίστησιν θα έχη να βλέπη εμπρός της τον Διάβολον; Αφού το αίμα κορεσθή και ησυχάση, πρέπει να ελκυσθή από τίποτε θέλγητρον διά να ξανανάψη και να του ανοίξη πάλιν η όρεξις· πρέπει να εύρη κάποιαν συμπάθειαν εις την ευμορφιάν, εις τους τρόπους, εις την ηλικίαν. Αλλά ο Μαύρος τίποτε από αυτά δεν έχει. Αφού λοιπόν του λείπουν όλα τα συστατικά διά να ευχαριστήση την τρυφερότητά της, είναι φυσικόν να της έλθη αναγούλα, να τον σιχαθή και να τον μισήση τον Μαύρον. Η φύσις θα την δασκαλεύση και θα την σπρώξη να κάμη νέαν εκλογήν. Λοιπόν, Κύριέ μου, αν τα παραδέχεσαι αυτά, – και είναι όλα σωστά και αναμάρτητα, – ποίος άλλος θαρρείς ότι θα ωφεληθή από την περίστασιν, παρά ο Κάσιος; ο ευλύγιστος αυτός κατεργάρης, ο οποίος καμόνεται τον ευγενικόν και τον φρόνιμον, μόνον και μόνον διά να καταφέρη καλλίτερα τον ασελγή και μυστικόν σκοπόν του; – Κανείς άλλος, κανείς! Αυτός μόνον, ο επιτήδειος κατεργάρης, οπού ηξεύρει πώς να ωφεληθή από την ευκαιρίαν, και έχει την τέχνην να προσποιήται κάθε αρετήν, αν και αρετήν δεν έχη. Διάβολο-κατεργάρης! Και εκτός τούτου είναι και εύμορφος ο κατεργάρης, είναι νέος και σου έχει όλα τα συστατικά οπού αρέσουν τα ανόητα και κλούβια κεφάλια. Πανούκλα να τον εύρη τον κατεργάρην! Τον ηύρεν όμως προτήτερα η ευγενεία της.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Δεν το πιστεύω απ' αυτήν· είναι τόσον καθώς πρέπει
νέα.
ΙΑΓΟΣ
Κολοκύθια καθώς πρέπει! Το κρασί οπού πίνει είναι
καμωμένον από σταφύλι. Αν ήτο τόσον καθώς πρέπει
δεν θα έκαμνε την αγάπην με τον Μαύρον. Καθώς
πρέπει, λέγει! Δεν την είδες πώς έπαιζε με το χέρι του
Κασίου; Την παρετήρησες;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Την είδα· και τι μ' αυτό; Ήτον απλή ευγένεια.
ΙΑΓΟΣ
Αν δεν ήτο λαγνεία, να μου κόπτης το χέρι. Ήτον
ο κρυφός πρόλογος, η αρχή των αισχρών στοχασμών
και της ασελγείας. Τα στόματά των εσίμωσαν τόσον,
ώστε ανεκατώθησαν αι αναπνοαί των. Σιχαμένοι
στοχασμοί, Ροδερίκε! Όταν αυτά τα ξεθαρρεύματα ανοίξουν
μίαν φοράν τον δρόμον, δεν αργεί να έλθη και η κυρία
υπόθεσις, το συσσωματωμένον συμπέρασμα. Πιςτ! Αλλά
κάμε ό,τι σου λέγω εγώ· εγώ οπού σ' έφερα εδώ από
την Βενετίαν. Απόψε να έλθης εις την φρουράν το
σύνθημά σου το δίδω εγώ· ο Κάσιος δεν σε γνωρίζει·
εγώ θα ήμαι κοντά σου· κύτταξε να εύρης αφορμήν να
τον θυμώσης· είτε φώναζε δυνατά, είτε απείθησε εις την
διαταγήν του, είτε όπως η περίστασις το φέρει.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Καλά.
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος είναι αψύς και οξύθυμος. Ίσως σε κτυπήση.
Κύτταξε να τον θυμώσης, ώστε να σε κτυπήση. Από
το κτύπημα τούτο εγώ θα κάμω να σηκωθή η Κύπρος
εις το ποδάρι, και να μην έχη ησυχίαν ενόσω δεν τον
πετάξουν απ' εδώ τον Κάσιον. Και τότε θα σου εύρω
τρόπον να συντομεύσης τον δρόμον του πόθου σου, φθάνει
να έβγη από την μέσην το εμπόδιον αυτό.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
θα κάμω καθώς μου λέγεις, αν μου το φέρης βολικά.
ΙΑΓΟΣ
Σου το υπόσχομαι. Έλα εις ολίγον να μ' εύρης εις το
Κάστρον. Τώρα πηγαίνω να ξεφορτώσω τα πράγματά
του. Ώρα καλή.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Έχε υγείαν.
(Απέρχεται)
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος την αγαπά· αυτό δεν τ' αμφιβάλλω.
Ότι κι' αυτή τον αγαπά, απίθανον δεν 'μοιάζει.
Ο Μαύρος, – πρέπει να το 'πώ και αν δεν τον χωνεύω, —
είν' άνθρωπος ειλικρινής, κ' ευαίσθητος, και ίσιος,
κι' άνδρα πιστόν και ακριβόν η Δυσδαιμόνα έχει.
Αλλά κ' εγώ την αγαπώ· κ' εγώ, μα την αλήθειαν!
Όχι με πόθον σαρκικόν μονάχα· (μολονότι
δεν είμαι αναμάρτητος και απ' αυτό το κρίμα·)
αλλά διά να κορεσθή και η εκδίκησίς μου.
Διότι φόβος μου περνά ότι ο λάγνος Μαύρος
εις το θρονί μου 'κάθησε· κ' εκείν' η υποψία
μου τρώγει τα εντόσθια και μου τα φαρμακεύει,
και ησυχίαν 'ς την ψυχήν ποτέ μου δεν θα έχω,
πριν ίσα κ' ίσα γίνωμεν γυναίκα με γυναίκα!
Ή, αν δεν γίνεται αυτό, τουλάχιστον να χώσω
μιαν ζήλειαν τόσον δυνατήν εις την ψυχήν του Μαύρου,
που ιατρικόν να μη χωρή! Διά να επιτύχω,
(εάν αυτός, οπού τραβώ 'σαν σκύλον 'ς το κυνήγι
όπου του δείξω μυρισθή και τρέξη όσον θέλω), 15
πρέπει τον Κάσιον καλά 'ς το χέρι να τον βάλω,
και να τον κάμω μισητόν 'ς τα 'μάτια του Οθέλλου.
Διότι και ο Κάσιος τον νυκτικόν μου σκούφον
φοβούμαι τον εφόρεσε. Κ' ενώ θα καταστρέφω
μ' αυτά του Μαύρου και ζωήν, και νουν, και ησυχίαν,
και τον τρελλαίνω εξ ενός, εξ άλλου θα τον έχω
να μ' αγαπά, να με τιμά και να με ανταμείβη.
Τα έχω μέσα εις τον νουν, αλλά συγκεχυμένα.
Η πονηριά τα μούτρα της δεν θα τα ξεσκεπάση,
παρ' όταν έλθη 'ς την στιγμήν το πράγμα να ξεσπάση.
(Εξέρχεται)
ΣΚΗΝΗ Β'
Πλατεία εν Κύπρω
(Εισέρχεται Κήρυξ αναγινώσχων προκήρυξιν, ακολουθούμενος δε υπό του πλήθους.)
ΚΗΡΥΞ
Ο ευγενής και γενναίος στρατηγός μας Οθέλλος θέλει
και ορίζει να δείξη ο καθένας την χαράν του, διά την
καλήν είδησιν, ότι εχάθηκε ο στόλος των Τούρκων.
Χορεύσετε, ανάψατε φωτιαίς, χαρήτε και ξεφαντώσετε,
ο καθένας κατά την προαίρεσίν του. Διότι εκτός της
καλής αυτής ειδήσεως, ο στρατηγός εορτάζει και τους
γάμους του σήμερα. Είναι θέλημα του στρατηγού να κηρύξω
αυτά. Τα μαγειρειά του κάστρου είναι ανοικτά, και
όποιος αγαπά ας ορίση να φάγη και να πιη από τώρα
πέντε η ώρα, έως να σημάνη η καμπάνα τας ένδεκα.
Ζήτω η Κύπρος και ο στρατηγός Οθέλλος! Πολλά τα
έτη του!
(Απέρχονται πάντες.)
ΣΚΗΝΗ Γ'
Αυλή εν τω φρουρίω
(Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ μετά συνοδείας, και ο ΚΑΣΙΟΣ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Έχε τον νουν σου 'ς την φρουράν απόψε, Κάσιέ μου,
και πρόσεχε να μείνωμεν έως εκεί που πρέπει·
να μη το παρακάμωμεν εις το ξεφάντωμά μας.
ΚΑΣΙΟΣ
Τον Ιάγον τον ωδήγησα τι χρεωστεί να κάμη·
αλλά και με τα 'μάτια μου ο ίδιος θα προσέχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ο Ιάγος είναι άξιος. Μιχάλη, καλήν νύκτα,
και αύριον πρωί πρωί να σου 'μιλήσω έχω. —
Έλα, γυναίκα μου γλυκειά. Εκείνος π' αγοράση,
της αγοράς του τον καρπόν τον χαίρεται κατόπιν,
κ' είναι ανοικτοί λογαριασμοί ακόμη μεταξύ μας. —
Καλή σας νύκτα.
(Απέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η συνοδεία των.)
(Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΚΑΣΙΟΣ
Καλώς τον Ιάγον! Ώρα διά την φρουράν.
ΙΑΓΟΣ
Όχι από τώρα, υπασπιστά. Δεν είναι ακόμη δέκα η
ώρα. Ο στρατηγός μας εξεφορτώθη από τώρα διά την
αγάπην της Δυσδαιμόνας του. Ας τον συμπαθήσωμεν,
διότι ακόμη δεν εχάρηκε νύκτα μαζή της· και είναι
κομμάτι διά τον Δία αυτή!
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν έχει ταίρι!
ΙΑΓΟΣ
Και γεμάτη παιγνίδι, να ήσαι βέβαιος.
ΚΑΣΙΟΣ
Νόστιμον και τρυφερόν πλάσμα, τω όντι.
ΙΑΓΟΣ
Σου έχει ένα 'μάτι· φωνάζει «έλα εδώ».
ΚΑΣΙΟΣ
Ελκυστικόν 'μάτι, αλλ' εις τον ίδιον καιρόν και
σεμνότατον.
ΙΑΓΟΣ
Και όταν λαλή, δεν είναι ωσάν σήμαντρον του έρωτος
η φωνή της;
ΚΑΣΙΟΣ
Μα την αλήθειαν, είναι εντέλεια!
ΙΑΓΟΣ
Ας ήναι. Μακαρίζω τα σεντόνια των. – Ορίζεις,
υπασπιστά; Έχω εδώ μίαν λαγήναν κρασάκι· και απ' έξω
περιμένουν δύο τρία παλλικάρια της Κύπρου, και
νοστιμεύονται να σφίξουν μίαν εις την υγείαν του Μαύρου
Οθέλλου.
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι απόψε, καλέ μου Ιάγο. Το μυαλόν μου είναι
αδύνατον και δεν αντέχει εις το κρασί. Καλά θα ήτο να
εφευρίσκετο κανένας άλλος τρόπος να φιλεύωνται οι
άνθρωποι, και όχι με το πιοτόν.
ΙΑΓΟΣ
Είναι φίλοι αυτοί εδώ. Ένα ποτηράκι. Το πίνω εγώ
δι' εσένα.
ΚΑΣΙΟΣ
Επήρα προτήτερα ένα ποτήρι, κ' εκείνο νερωμένον.
Και όμως βλέπεις τι αλλαγήν μου έφερεν εδώ. Έχω
την ατυχίαν να ήναι αδύνατον το κεφάλι μου, και δεν
τολμώ να το βάλω εις μεγαλείτερον πειρασμόν.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, άνθρωπε! Απόψε είναι ξεφάντωσις. Έλα· θα
υποχρεώσης τους φίλους μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Πού είναι;
ΙΑΓΟΣ
Εδώ απ' έξω. Φέρε τους μέσα, να ζης.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά· ας έλθουν. Αλλά δεν μου έρχεται το πράγμα.
(Εξέρχεται)
ΙΑΓΟΣ
Αν του καθίσω μέσα του και δεύτερον ποτήρι,
κοντά 'ς το άλλο το κρασί που 'πήρε προ ολίγου,
θα σου τον κάμω 'σάν σκυλί να γείνη χαδευμένον,
όλος θυμός και μάλωμα! Ο δε κυρ Ροδερίκος,
που ο πολύς ο έρωτας τον έχει άνω κάτω,
κανάταις εκεράσθηκεν απόψε 'ς την υγείαν
της Δυσδαιμόνας· και αυτός εις την φρουράν θα ήναι.
Και τρεις λεβένταις του νησιού, κεφάλια αναμμένα,
πώχουν το χέρι εύκολον και υψηλά την μύτην,
απόψε τους εζέσταινα μ' επανωτά ποτήρια·
κι' αυτοί θα ήναι 'ς την φρουράν. 'Σ αυτό το μεθοκόπι
τον Κάσιον εις κάμωμα κανένα θα τον σπρώξω,
που το νησί να ταραχθή. – Αλλά, ιδού που ήλθαν.
Αν όσα ονειρεύωμαι καθώς τα θέλω έλθουν,
με φουσκωμένα τα πανιά τότ' αρμενίζω πρύμα!
(Επιστρέφει ο ΚΑΣΙΟΣ μετά του ΜΟΝΤΑΝΌΥ και ετέρων αξιωματικών)
ΚΑΣΙΟΣ
Μα τον Θεόν! Ηθέλησαν και καλά να με κεράσουν.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Μικρόν πράγμα, μα την πίστιν μου. Να μην ήμαι
στρατιώτης αν ήτο περισσότερον από ένα ποτήρι.
ΙΑΓΟΣ
Αι! φέρετέ μας κρασί.
(Ψάλλει)
Κλιγκ, κλιγκ, παιδιά μου· η πλώσκ' ας γυρίση Μη άνδρας δεν είναι κι' ο στρατιώτης; 'σάν αστραπή θα περάσ' η νεότης· ο στρατιώτης λοιπόν ας μεθύση!
Κρασί, παιδιά!
ΚΑΣΙΟΣ
Μα τον Θεόν! ωραίον τραγούδι.
ΙΑΓΟΣ
Το έμαθα εις την Αγγλίαν. Εκεί δα οι άνθρωποι δεν
την φοβούνται την κρασοκανάταν. Ο Δανός σου, και ο
Γερμανός σου, και ο κοιλάς ο Ολλανδός σου δεν αξίζουν
τίποτε εμπρός εις τον Άγγλον μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Τόσον παλλικαρίσια πίνει ο Άγγλος σου;
ΙΑΓΟΣ
Σου καταπίνει ολάκαιρον τον Δανόν, ψόφιον από το
μεθύσι. Σου αναποδογυρίζει τον Γερμανόν πριν ιδρώση η
μύτη του. Και σου κάμνει τον Ολλανδόν να εμέση, ενώ
αυτός ξαναγεμίζει το ποτήρι του.
ΚΑΣΙΟΣ
Εις την υγείαν του στρατηγού μας!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Κ' εγώ μαζή σου, υπασπιστά! Ως τον πάτον!
ΙΑΓΟΣ
Ω γλυκειά μου Αγγλία!
Ένα καιρόν ο Στέφανος εκεί 'φορούσε το βασιλικόν στεφάνι Μίαν φοράν παρήγγειλε βρακί, πλην ακριβόν παρά πολύ του 'φάνη. ο ράπτης του 'ζητούσεν ένα γρόσι· του έκοψεν αυτός ένα παρά. Να βασιλέας οπού είχε γνώσιν! Να βασιληάς καλός μίαν φοράν! 16
Φέρετέ μας κρασί! Αι!
ΚΑΣΙΟΣ
Αυτό σου το τραγούδι μου αρέσει περισσότερον από
τ' άλλο.
ΙΑΓΟΣ
Να σου το ξαναπώ;
ΚΑΣΙΟΣ
Όχι· διότι όποιος κάμνει τέτοια πράγματα δεν είναι
άξιος διά την θέσιν του. Ο Ουρανός είναι επάνω από
όλον τον κόσμον και μερικαί ψυχαί θα σωθούν, και
άλλαι δεν θα σωθούν.
ΙΑΓΟΣ
Καλά λέγεις υπασπιστά μου
ΚΑΣΙΟΣ
Όσον δι' εμένα, – μη προς βάρος του στρατηγού, ούτε
κανενός άλλου άρχοντος, – ελπίζω να σωθή η ψυχή μου.
ΙΑΓΟΣ
Και η 'δική μου, υπασπιστά.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά· αλλά, με συμπάθειον, ύστερα από την ιδικήν
μου. Πρώτα ο υπασπιστής και έπειτα ο σημαιοφόρος.
– Φθάνουν αυτά. Πηγαίνωμεν εις την δουλειάν
μας. – Άφες ημίν τας αμαρτίας ημών. – Κύριοι, να
κυττάξωμεν την δουλειάν μας. – Μη νομίζετε, Κύριοι,
ότι είμαι μεθυσμένος. Να, αυτός είναι ο σημαιοφόρος.
Να το δεξί μου χέρι – να το αριστερόν. Δεν είμαι
μεθυσμένος. Στέκομαι 'ς τα πόδια μου και ηξεύρω τι μου
γίνεται.
ΠΑΝΤΕΣ
Και βέβαια, και βέβαια.
ΚΑΣΙΟΣ
'Πάγει καλά· λοιπόν μη με θαρρήτε μεθυσμένον.
(Εξέρχεται)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εις τον προμαχώνα Κύριοι. Ώρα αλλαγής.
ΙΑΓΟΣ
Ιδέ τον άνθρωπον αυτόν που 'βγήκε τώρα έξω·
είν' άξιος να στέκεται 'ς του Καίσαρος το πλάγι
και να προστάζη. Αλλ' ιδέ και το ελάττωμά του!
Του κάμνει 'ς την αξίαν του σωστήν ισημερίαν,
και είναι ίσα και τα δυο: ελάττωμα κι' αξία.
Κρίμα 'ς τον νέον, κρίμα 'ς τον! Φοβούμαι καμμιάν ώραν,
καθώς του έχει τα πιστά ο στρατηγός μας, μήπως
αναστατώση το νησί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αλλά το συνειθίζει;
ΙΑΓΟΣ
Ο πρόλογός του είν' αυτός ο τακτικός του ύπνου.
Κ' είν' άξιος 'μερόνυκτον σωστόν να ξαγρυπνήση,
εάν του λείψη το πιοτόν διά νανούρισμά του.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Πλην έπρεπεν ο στρατηγός να το γνωρίζη τούτο.
Δεν θα το παρετήρησε. Ή μήπως η καρδιά του
η αγαθή τας αρετάς κυττάζει του Κασίου
χωρίς να θέλη να ιδή τα ελαττώματά του;
(Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ (κρυφίως προς τον Ροδερίκον.)
Εδώ τι θέλεις; Πήγαινε. Τον Κάσιον κηνύγα.
(Εξέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αλλ' είναι κρίμα, και πολύ, ο ευγενής Οθέλλος
να εμπιστεύεται αυτήν την υψηλήν την θέσιν
εις άνθρωπον με φυσικόν παραλυμένον τόσον.
Σωστόν θα ήτο να το 'πή κανείς εις τον Οθέλλον.
ΙΑΓΟΣ
Όχι εγώ, κι' ολάκαιρην την Κύπρον να μου δώσης.
Τον αγαπώ τον Κάσιον πολύ, κ' επιθυμούσα
να ιάτρευα το πάθος του… Αλλ' άκουσε. – Τι κρότος!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ κυνηγών τον ΡΟΔΕΡΙΚΟΝ)
ΚΑΣΙΟΣ
Α κατεργάρη! Κνώδαλον!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι τρέχ' υπασπιστά μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Το κάθαρμα! Τα χρέη μου εμένα θα μου μάθη!
Ακούς εκεί! Το κνώδαλον! Θα τον ξυλοφορτώσω!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ξύλον εμένα!
ΚΑΣΙΟΣ
Φλυαρείς ακόμη;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Έλα, έλα.
Παρακαλώ, υπασπιστά, χαμήλωσε το χέρι.
ΚΑΣΙΟΣ (προς τον Μοντάνον)
Φύγ' απ' εμπρός μου ειδεμή το καύκαλόν σου σπάνω.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Ησύχασε, ησύχασε και είσαι μεθυσμένος.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι! μεθυσμένος!
(ο ΚΑΣΙΟΣ και ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ σύρουσι τα ξίφη και μάχονται.)
ΙΑΓΟΣ (κρυφίως προς τον Ροδερίκον)
Γρήγορα, τρέξε και κράξε «στάσις!»
(Προς τους μαχομένους)
Μη, μη καλέ υπασπιστά. Αλλοίμονον! Ω φίλοι!
Βοήθεια! Ω υπασπιστά καλέ μου! Ω Μοντάνε!
Βοήθεια! Να τι φοβερή φρουρά, μα την αλήθειαν!
Σταθήτε! Ποίος διάβολος σημαίνει ταις καμπάναις;
Θα εξυπνήση το νησί. Υπασπιστά μου, στάσου.
Θ' ατιμασθής επί ζωής!
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ μετά συνοδείας.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι τρέχει εδώ κάτω;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Μ' επλήγωσε θανάσιμα. Τα αίματά μου τρέχουν.
(Εφορμά κατά του Κασίου)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Σταθήτε, ή μα τον Θεόν!..
ΙΑΓΟΣ
Ακούσατε, σταθήτε!
Υπασπιστά μου, – Κάσιε, – Μοντάνε, – Κύριοί μου!
Εχάσατε καθ' αίσθημα του χρέους, του βαθμού σας;
Ο στρατηγός σας ομιλεί. Σταθήτε. Εντροπή σας!
(Χωρίζονται επί τέλους οι μαχόμενοι)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι είν' αυτό; Τι έτρεξε, και πώς συνέβη τούτο;
Μη Τούρκοι εγενήκαμεν, και κάμνομεν μονάχοι
όσα δεν θέλει ο Θεός οι Τούρκοι να μας κάμουν;
Αφήτ', αν ήσθε χριστιανοί, το μαλοκόπημά σας!
Όποιος τολμήση από σας το χέρι να σηκώση
ζωήν δεν έχει! Έσφαξα εκείνον που σαλεύση!
Παύσατ' αυτήν την τρομερήν καμπάναν που ταράζει
την ησυχίαν του νησιού! – Τι έγεινε; τι τρέχει;
Αι Ιάγο; συ που φαίνεσαι νεκρός από την λύπην,
ειπέ μου, ποιος πρωτάρχισε; – Αν μ' αγαπάς ομίλει.
ΙΑΓΟΣ
Δεν 'ξεύρω. Είμεθα εδώ αγαπημένοι όλοι,
φίλοι, 'σαν νύμφη και γαμβρός που 'πάν εις το κρεββάτι.
Κ' εκεί, 'σαν να 'ξεμυάλισαν τα άστρα τους ανθρώπους,
αμέσως έξω τα σπαθιά και δος του ένας τ' άλλου!
Κ' εγώ δεν 'ξεύρω να ειπώ ποιος ήρχισεν ο πρώτος.
Καλλίτερα 'ς τον πόλεμον χαμένα να τα είχα
τα πόδια αυτά μου, που εδώ με έφεραν κ' εμένα!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω Κάσιε, πώς έγεινε να ξεχασθής; Ειπέ μου.
ΚΑΣΙΟΣ
Συμπάθησέ με στρατηγέ. Τι να ειπώ δεν έχω.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και συ, Μοντάνε; Άξιον και γνωστικόν σε ξεύρω·
τον τρόπον σου τον ήσυχον, τα φρόνιμά σου νειάτα
ο κόσμος όλος επαινεί, κ' οι γέροι τ' όνομά σου
το φέρνουν ως παράδειγμα 'ς τους νέους. Πώς συνέβη
αυτήν σου την υπόληψιν να ριψοκινδυνεύσης,
και τ' όνομά σου το καλόν να χάσης, και να γείνης
μαχαιροβγάλτης καπηλειού; Ν' αποκριθής προσμένω.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Οθέλλε, το αισθάνομαι· βαρειά είν' η πληγή μου.
'ς τον Ιάγον έχεις τα πιστά, κι' ας σου ειπή εκείνος
(διότι τώρα τα πολλά τα λόγια με πειράζουν),
όσα θα είχα να σου 'πώ. Αλλ' όμως δεν ηξεύρω
να είπα ή να έκαμα τι άτοπον απόψε,
εκτός εάν το ν' αγαπά κανείς τον εαυτόν του,
ή να υπερασπίζεται οπόταν τον προσβάλλουν,
είν' άτοπον ή έγκλημα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μα τον Θεόν, αρχίζει
το αίμα μου την φρόνησιν να κυριεύη τώρα,
και να θολόνη ο θυμός τον καθαρόν τον νουν μου,
και να με σπρώχνη 'ς τα εμπρός! Αν μιαν φοράν κουνήση,
αν σηκωθή το χέρι μου, και τον καλλίτερόν σας
θέλει τον πάρει η οργή! Ειπήτε μου να μάθω
πώς ήρχισε το μάλωμα; Ποιος ήτον η αιτία;
Και όποιος κι' αν φανερωθή πως έπταισεν ο πρώτος,
και αδελφός μου δίδυμος να ήναι, θα με χάση.
Ακούς εκεί! Εις φρούριον ακόμη άνω κάτω,
με των κατοίκων την καρδιάν γεμάτην από φόβους,
να γίνωνται μαλώματα, και τα σπαθιά να βγαίνουν
'ς του φρουραρχείου την αυλήν, εις την φρουράν, την νύκτα!
Τι φρίκη και τι εντροπή! Ποιος ήτον πρώτος, Ιάγο;
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εάν από συμπάθειαν ή φιλοπροσωπίαν,
ή 'πης ή κρύψης τίποτε, δεν σ' έχω στρατιώτην.
ΙΑΓΟΣ
Μη με τα λόγια σου αυτά κατάκαρδα μ' εγγίζης.
Καλλίτερα να μ' έκοπταν την γλώσσαν απ' το στόμα,
παρά να 'πώ μιαν συλλαβήν προς βλάβην του Κασίου.
Αλλ' όμως, είμαι βέβαιος, δεν θα τον αδικήσω
αν την αλήθειαν ειπώ. – Ιδού, ω στρατηγέ μου.
Ενώ συνωμιλούσαμεν, εγώ και ο Μοντάνος,
Βλέπομεν ένα και ορμά κ' εφώναζε Βοήθεια!
Κι' ο Κάσιος κατόπιν του με το σπαθί 'ς το χέρι
να τον κτυπήση προσπαθεί. Αμέσως ο Μοντάνος
πηγαίνει προς τον Κάσιον να τον καθησύχαση,
ενώ τον άλλον κυνηγώ εγώ να τον προφθάσω
μη τύχη (καθώς έτυχε), και τα ξεφωνητά του
παραζαλίσουν το νησί. Πλην έτρεχεν εκείνος
και μου εξέφυγε. Κ' εγώ εγύρισα τρεχάτος
εδώ, που ήκουα σπαθιά να σμίγουν να κτυπιούνται,
και του Κασίου ταις φωναίς, και λόγια τα οποία
δεν ήκουσ' απ' το στόμα του άλλην φοράν ποτέ μου.
Γυρίζω, – και δεν ήργησα, – κ' ευρίσκω και τους δύο
πιασμένους εις το μάλωμα και να σπαθοκοπούνται,
εκεί που ήλθες, στρατηγέ, και συ να τους χωρίσης.
Τίποτε άλλο να ειπώ δεν έχω, ούτε 'ξεύρω.
Πλην όλοι άνθρωποι είμεθα. Καμμιάν φοράν ξεχνιέται
κι' ο πλέον αξιέπαινος. Και τώρα, μολονότι
κάπως εφέρθηκε κακά προς τον Μοντάνον ίσως,
(εις τον θυμόν κτυπά κανείς κ' εκείνον που λατρεύει,)
πλην βέβαια ο Κάσιος θα ήκουσε πιστεύω
από εκείνον πώφυγε κανένα τέτοιον λόγον,
οπού κανείς υπομονήν δεν έχει να χωνεύση.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Το βλέπω, Ιάγο, προσπαθείς 'σαν φίλος τιμημένος
να ελαφρώσης το κακόν. – Κάσιε, σ' έχω φίλον,
αλλ' όχι απ' εδώ κ' εμπρός αξιωματικόν μου.
(Εισέρχεται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ μετά θεραπαινίδων.)
Ιδέτε, κ' η αγάπη μου εξύπνησε.
(Προς τον Κάσιον)
Θα γείνη
το πάθημά σου μάθημα 'ς τους άλλους.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι συμβαίνει;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όλα ησύχασαν, γλυκειά. Έλα να κοιμηθούμεν.
(Προς τον Μοντάνον)
Μη την πληγήν σου φοβηθής. Εγώ θα σε ιατρεύσω.
Σηκώσατέ τον.
(Μεταφέρεται ο Μοντάνος έξω της σκηνής.)
Πήγαινε 'ς την πόλιν μέσα, Ιάγο, και κύτταξ' αν ετρόμαξαν, κ' ησύχασε τον κόσμον. Έλα, καλή μου· η ζωή του στρατιώτου το 'χει, μαλώματα του ύπνου του την γλύκαν να ταράζουν
(Εξέρχονται πάντες εκτός του ΙΑΓΟΥ και του ΚΑΣΙΟΥ)
ΙΑΓΟΣ
Είσαι πληγωμένος, υπασπιστά;
ΚΑΣΙΟΣ
Πληγωμένος οπού δεν έχει θεραπείαν.
ΙΑΓΟΣ
Θεός να φυλάγη!
ΚΑΣΙΟΣ
Υπόληψις! υπόληψις! υπόληψις! Ω! έχασα την
υπόληψίν μου! Έχασα ό,τι είχα αθάνατον μέσα μου,
και τώρα δεν μου μένει παρά το κτήνος! Την υπόληψίν
μου, Ιάγο, την υπόληψίν μου!
ΙΑΓΟΣ
Να μην ήμαι τίμιος άνθρωπος αν δεν επίστευα, ότι
έχεις αληθινήν πληγήν εις το κορμί σου. Εκείνο πονεί
περισσότερον από την υπόληψιν. Η υπόληψις είναι
πρόληψις, ψευτιά και ματαιότης. Συχνά κανείς την
αποκτά χωρίς να την αξίζη, και την χάνει χωρίς να
πταίη. Την υπόληψίν σου δεν την έχεις χαμένην, εκτός
εάν σου περάση από την φαντασίαν ότι την έχασες.
Έλα, άνθρωπε, και θα ευρεθή ο τρόπος να φιλιωθής
πάλιν με τον στρατηγόν. Σου κάμνει τώρα τον ωργισμένον
και σε παιδεύει από πολιτικήν, όχι από κακίαν,
καθώς κτυπά κανείς έν απείρακτον σκυλί διά να τρομάξη
κανένα φοβερόν λέοντα. Καλόπιασέ τον και θα
τον έχης πάλιν ιδικόν σου.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλλίτερα να έχω την καταφρόνησίν του, παρά να
τον καλοπιάσω ένα τέτοιον καλόν αρχηγόν, διά να
πάρη κοντά του ένα αξιωματικόν ανίκανον, ελαφρόμυαλον
και μεθύστακα! Μεθυσμένος, εγώ; και να παπαγαλίζω,
και να μαλοκοπώ; και να υβρίζω, και να
βλασφημώ; και να πιάνωμαι με τον ίσκιον μου; Ω
αόρατον πνεύμα του κρασιού, αν δεν έχης άλλο όνομα,
σου αξίζει να σε ονομάσουν διάβολον!
ΙΑΓΟΣ
Ποιον εκυνηγούσες ξεσπαθωμένος;
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν γνωρίζω.
ΙΑΓΟΣ
Πώς γίνεται;
ΚΑΣΙΟΣ
Ενθυμούμαι ένα σωρόν πράγματα, όλα ανακατωμένα·
ένα μάλωμα, αλλ' αφορμήν… τίποτε. Ω! τι
βάζουν οι άνθρωποι μέσα εις το στόμα των τον εχθρόν,
διά να τους κλέπτη τα μυαλά; Και το έχομεν χαράν
μας και ηδονήν και ξεφάντωμα να γινώμεθα μόνοι μας
κτήνη!
ΙΑΓΟΣ
Και όμως τώρα είσαι αξιόλογα. Πώς έκαμες και
συνήλθες;
ΚΑΣΙΟΣ
Ο ένας διάβολος, η Μέθη, έδωκε τόπον εις τον
άλλον διάβολον, την οργήν. Το ένα ελάττωμα μου δείχνει
το άλλο, διά να σιχαθώ τον εαυτόν μου ολότελα.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα· μην το παρακάμης. Καθώς ήλθαν τα
πράγματα, – η ώρα, ο τόπος, η κατάστασις της χώρας,
καλλίτερα ήτο να μη εγίνετο ό,τι έγεινε. Αλλ' αφού
έγεινε πλέον, κύτταξε τώρα να το διορθώσης.
ΚΑΣΙΟΣ
Αν του ξαναζητήσω τον βαθμόν μου, θα μου ειπή
ότι είμαι ένας κρασοπότης. Και όλα τα στόματα της
Λερναίας Ύδρας να τα είχα, θα με απεστόμονε η
απόκρισίς του! – Να ήναι κανείς εις τα σωστά του, και
διά μιας να τα χάνη, και να γίνεται κτήνος! Τι πράγμα!
Κάθε ποτήρι περισσότερον οπού πίνει κανείς είναι
κατηραμένον, και έχει τον διάβολον μέσα του!
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα! Το κρασί είναι καλός φίλος, όταν κανείς
του φέρνεται καλά. Μη φωνάζης εναντίον του, και
άκουσε εμένα τι σου λέγω. Πιστεύω να πιστεύης ότι
σ' αγαπώ, υπασπιστά.
ΚΑΣΙΟΣ
Μου το απέδειξες αρκετά, φίλε μου. – Εγώ μεθυσμένος!
ΙΑΓΟΣ
Και συ και κάθε άλλος άνθρωπος ημπορεί να μεθύση
μίαν φοράν εις την ζωήν του, άνθρωπε! Άκουσε
τώρα τι να κάμης. Η γυναίκα του στρατηγού μας
είναι τώρα ο στρατηγός. Αυτό ημπορεί κανείς να το
λέγη, αφού είναι δοσμένος και αφιερωμένος εις το
να κυττάζη, να θαυμάζη και να λογαριάζη τα
προτερήματα και ταις χάραις της. Ειπέ της ελεύθερα τον
πόνον σου. Παρακάλεσέ την να σε βοηθήση διά να
ξαναλάβης τον βαθμόν σου. Είναι τόσον καλοδιάθετη,
τόσον υποχρεωτική, τόσον αγαθή, ώστε το έχει αμαρτίαν
να μη κάμη περισσότερον από ό,τι της ζητεί κανείς.
Παρακάλεσέ την λοιπόν να διορθώση εκείνη αυτήν την
χαλασμένην κλείδωσιν μεταξύ σου και του ανδρός της.
Και σου στοιχηματίζω – την τύχην μου με ό,τι
θέλεις, – ότι ύστερον από το χάλασμα τούτο, η φιλία σας
θα ξαναγείνη γερή περισσότερον από πριν.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλά με συμβουλεύεις.
ΙΑΓΟΣ
Σου ομιλώ ως φίλος σου ειλικρινής και καλοθελητής
σου.
ΚΑΣΙΟΣ
Το γνωρίζω, φίλε μου. Και αύριον πρωί πρωί θα
παρακαλέσω την ενάρετην Δυσδαιμόναν να μεσιτεύση
δι' εμένα. Αν αποτύχω εκεί, απελπισία τότε!
ΙΑΓΟΣ
Αυτό είναι το σωστόν. Καλήν νύκτα, υπασπιστά.
Πρέπει να 'πάγω εις την φρουράν.
ΚΑΣΙΟΣ
Καλήν νύχτα, τίμιε Ιάγο.
(Απέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ)
ΙΑΓΟΣ
Και ποίος τώρα θα μου 'πή πως είμαι κατεργάρης, ενώ του δίδω συμβουλήν σωστήν και τιμημένην, που έρχεται εις την πειθώ και είν' ο μόνος τρόπος να ξανακάμη φίλον του τον χολωμένον Μαύρον; Διότι ευκολόπιαστη η Δυσδαιμόνα είναι, άμα κανείς διά καλόν ζητεί την συνδρομήν της· έχει γενναίαν την καρδιάν και ανοικτόν το χέρι. Και έπειτα τον άνδρα της τον κάμνει ό,τι θέλει· κι' αν του ζητήση ν' αρνηθή ως και το βάπτισμά του και όλα τα μυστήρια της θείας Σωτηρίας, τον έχει 'ς την αγάππν της σφικτοδεμένον τόσον, ώστε τα πάντα ημπορεί να κάμη, να ξεκάμη, κι' ό,τι 'ς τον νουν της καταιβή, 'μπορεί να τ' απολαύση απ' την αδυναμίαν του. – Πώς είμαι κατεργάρης λοιπόν, αφού τον Κάσιον του έδειξα τον δρόμον διά να φθάση ασφαλώς εις την επιτυχίαν; Έχει κ' η Κόλασις Θεόν! Όταν εβγάζουν έξω οι Δαίμονες τα κρίματα τα πλέον σκοτεινά των, με χρώματα ουράνια να τα στολίζουν 'ξεύρουν. Αυτό κατώρθωσα κ' εγώ. Διότι ενώ τώρα αυτός ο τίμιος κουτός από την Δυσδαιμόναν την συνδρομήν της θα ζητή και θα την καλοπιάνη, κ' εκείνη θα φορτόνεται προς χάριν του τον Μαύρον, εγώ 'ς τ' ανδρός της το αυτί θα στάζω το φαρμάκι ότι αυτή επιθυμεί τον Κάσιον κοντά της δι' όρεξίν της σαρκικήν και όσον επιμένει να του ζητή την χάριν του και την συγχώρησίν του, τόσον ο Μαύρος δι' αυτήν θα παίρνη υποψίαν, και τόσον θα του φαίνεται η αρετή της πίσα. Από την καλοσύνην της δίχτυ εγώ θα πλέξω, και θα τους πιάσω όλους των!
(Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ)
Τι θέλεις Ροδερίκε;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Είμαι εδώ, όχι ωσάν λαγωνικόν εις το κυνήγι, αλλ'
ωσάν σκύλος οπού δεν ηξεύρει άλλο παρά να γαυγίζη.
Τα χρήματά μου κοντεύω να τα ξεπατώσω, απόψε ταις
έφαγα όχι και καλλίτερα· και άλλο δεν βλέπω εμπρός
μου παρά ότι τα παθήματα θα μου γείνουν μαθήματα,
και ότι θα επιστρέψω εις την Βενετίαν χωρίς γρόσι,
αλλά με κάτι περισσοτέραν γνώσιν.
ΙΑΓΟΣ
Όποιος δεν έχ' υπομονήν τι πτώχειαν που την έχει!
Και ποια πληγή να ιατρευθή δεν παίρνει τον καιρόν της;
Ημείς δουλεύομεν με νουν, και όχι με τα μάγια,
κι' ο νους χρειάζεται καιρόν. Και τι παραπονείσαι;
Μη δεν πηγαίνομεν καλά; Έφαγες ξύλον, λέγεις·
πλην παύεται ο Κάσιος διά το ξύλον τούτο.
Έχει φυτά που γρήγορα 'ς τον Ήλιον μεγαλόνουν·
αλλ' ό,τι πρωτοάνθησε και πρωτοωριμάζει.
Έχε λοιπόν υπομονήν. – Να! 'ξημερόνει κι' όλα!
Με την χαράν ή την δουλειάν πώς ξεγλιστρά η ώρα!
Τραβήξου τώρα· πήγαινε εις το κατάλυμά σου·
τραβήξου· περισσότερα θα μάθης μετ' ολίγον.
Ώρα καλή.
(Απέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ)
Δυο πράγματα έχω να κάμω τώρα. Θα βάλω την γυναίκα μου το μέρος του Κασίου κοντά εις την κυρίαν της να πάρη. Και συγχρόνως εγώ τον Μαύρον απ' εκεί θα τον απομακρύνω, και θα τον φέρω έξαφνα, τον Κάσιον να εύρη μαζή με την γυναίκα του, ενώ θα της γυρεύη την προστασίαν της αυτός. Ιδού τα σχέδιά μου. Μη τύχη κ' η αναβολή μου τα κρυολογήση!
Γροικήσετε του Έρωτος θαυμάσματα που κάνει, εισέ θανάτους εκατόν τους αγαπούν τους βάνει… Κάνει τον ακριβό 'φθηνό, τον άσχημο ερωτάρη, και κάνει τον ανήμπορον άνδρα και παλλικάρι, τον φοβιτσιάρην άφοβον, πρόθυμον τον οκνιάρη, κάνει και τον ακάτεχον να ξεύρη κάθε χάρι.