Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Οθέλλος», sayfa 3

Yazı tipi:

ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

Έμπροσθεν του φρουρίου
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ μετά ΜΟΥΣΙΚΩΝ)
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Παίζετ' εδώ, καλά παιδιά, και θα σας το πληρώσω.
     Όχι πολύ· 'ς τον στρατηγόν ειπήτε καλή 'μέρα. 17
 
(Η μουσική παιανίζει. Εισέρχεται ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ)
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Αι, παιδιά, από την Νεάπολιν έρχονται τα όργανα
     και λαλούν με την μύτην;
 
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
 
     Τι, κύριε; τι;
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Αέρα φυσούν τα όργανα αυτά;
 
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
 
     Μάλιστα, κύριε· μάλιστα.
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Εδώ έχουν την ουράν; 18
 
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
 
     Πού είδες ουράν, Κύριε;
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Πού! εις πολλά όργανα οπού φυσούν αέρα. Να, παιδιά
     μου, χρήματα. Ο στρατηγός τόσον αρέσει την
     μουσικήν σας, ώστε σας παρακαλεί και καλά να την αφήσετε
     ήσυχην.
 
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
 
Πολύ καλά· παύομεν.
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Αν έχετε μουσικήν να μην ακούεται, εμπρός παιδιά.
     Αλλά την μουσικήν οπού ακούεται, δεν την
     πολυνοστιμεύεται ο στρατηγός.
 
Α’. ΜΟΥΣΙΚΟΣ
 
     Δεν την ηξεύρομεν τέτοιαν μουσικήν, Κύριε.
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Τότε λοιπόν, την φλογέραν 'ς το σακκί, και σας
     εχαιρέτησα! Πηγαίνετε 'ς τον άνεμον! Κατευόδιόν σας!
 
(Εξέρχονται οι Μουσικοί.)
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Ακούεις, καλό παιδί;
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Δεν ακούω Καλό παιδί. Εσένα ακούω.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Άφησε να ζης ταις νοστιμάδες. Πάρε αυτό το χρυσόν
     κομματάκι· αν εξύπνησε η κυρά, η οποία υπηρετεί την
     αρχόντισσαν του στρατηγού, ειπέ της, ότι ένας κάποιος
     Κάσιος παρακαλεί να της ειπή δύο λογάκια. Μου κάμνεις
     την χάριν;
 
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
 
     Εξύπνησε, Κύριε. Αν θέλη να κοπιάση εδώ, ίσως
     της το ειπώ.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Ειπέ της το, καλό παιδί.
 
(Εξέρχεται ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Καλώς σε ηύρα, Ιάγο.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Και κάτι; δεν επλάγιασες λοιπόν απόψε;
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Όχι.
     Εχάραζ' όταν έφευγες. – 'Πήρα το θάρρος, Ιάγο,
     να στείλω 'ς την γυναίκα σου. Θα την παρακαλέσω,
     αν ήναι τρόπος κ' ημπορή, να με παρουσιάση
     'ς την Δυσδαιμόναν την καλήν.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ευθύς να σου την στείλω.
     Και εις τον ίδιον καιρόν εγώ θα προσπαθήσω
     να τραβηχθή ο στρατηγός, διά να ημπορέσης
     με την ελευθερίαν σου μαζή της να 'μιλήσης.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Με υπεχρέωσες πολύ.
 
(Εξέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
 
Ποτέ 'ς την Φλωρεντίαν δεν ηύρα φίλον 'σαν αυτόν, καλόν και τιμημένον.
 
(Εισέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Καλή σου' μέρα, Κάσιε καλέ μου. Πώς λυπούμαι
     μ' αυτά οπού σου έτυχαν. Αλλά θα 'σιάσουν όλα.
     Ο Μαύρος κ' η γυναίκα του 'μιλούσαν δι' εσένα.
     Αυτή σ' εδιαφέντευε· και έλεγεν ο Μαύρος,
     ότι κ' υπόληψιν πολλήν και συγγενείς 'ς την Κύπρον
     έχει αυτός που 'πλήγωσες, και γνωστικόν δεν είναι
     να μείνης ατιμώρητος· αλλ' ότι σ' έχει φίλον,
     και ότι δεν χρειάζεσαι καλλίτερον μεσίτην
     απ' την καλήν του θέλησιν, εις πρώτην ευκαιρίαν
     τον παλαιόν σου τον βαθμόν και πάλιν να σου δώση.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Αλλ' όμως σε παρακαλώ, εάν εσύ νομίζης,
     ότι δεν είν' αταίρειαστον κι' ότι ημπορεί να γείνη,
     κατάφερέ μου μοναχήν να ιδώ την Δυσδαιμόναν
     κι' ολίγα λόγια να της πω.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Αν θέλης έλα μέσα,
     κ' εγώ σου τα οικονομώ διά να της 'μιλήσης
     ελεύθερα.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Σ' ευχαριστώ, καλή μου Αιμιλία.
 
(Απέρχονται.)

ΣΚΗΝΗ Β'

Θάλαμος εν τω φρουρίω
(Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ ο ΙΑΓΟΣ και ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τα γράμματά μου δόσε τα εις τον πιλότον, Ιάγο,
     και ας ειπή 'ς τους άρχοντας τα προσκυνήματά μου.
     Έλα να μ' εύρης έπειτα 'ς τα τείχη.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ορισμός σου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Λοιπόν, αυθένται, θέλετε τα τείχη να ιδούμεν;
 
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
 
     Ακολουθούμεν, στρατηγέ, την γενναιότητά σου.
 
(Απέρχονται)

ΣΚΗΝΗ Γ'

Έμπροσθεν του φρουρίου
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, ο ΚΑΣΙΟΣ και η ΑΙΜΙΛΙΑ)
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Να ήσαι βεβαιότατος, ω Κάσιε, θα κάμω
     ό,τι μου είναι δυνατόν προς χάριν ιδικήν σου.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Προσπάθησε, Κυρία μου. Ο Ιάγος το επήρε
     κατάκαρδα, ωσάν αυτός ο ίδιος να επαύθη.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Τι άνθρωπος εξαίρετος που είν' αυτός! – Σου λέγω
     ότι τον άνδρα μου εγώ, κ' εσένα, θα σας κάμω
     και πάλιν φίλους καθώς πριν.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Καλότατη Κυρία,
     ο Μιχαήλ ο Κάσιος, ό,τι και αν του τύχη,
     θα ήναι πάντα, όσο ζη, πιστότατός σου δούλος.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Το 'ξεύρω και σ' ευχαριστώ. Τον άνδρα μου γνωρίζεις·
     φίλος του είσαι παλαιός· να ήσαι πεπεισμένος
     πως η ψυχρότης του με σε θα διαρκέση μόνον
     ενόσω η πολιτική το απαιτεί.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Αλλ' όμως
     αν ίσως η πολιτική αυτή πολυχρονίση,
     εάν εις μάκρος τραβηχθή το πράγμα και παληώση,
     και λείψω 'γώ, κι' άλλος κανείς με αντικαταστήση,
     μη κ' εκδουλεύσεις ξεχασθούν και παλαιά φιλία;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ησύχασε και μη φοβού. Εμπρός 'ς την Αιμιλίαν
     εγώ σου το υπόσχομαι· δεν χάνεις, τον βαθμόν σου.
     Αν τάξω πράγμα μιαν φοράν εις φίλον, το πληρόνω.
     Ω! ήσυχον τον άνδρα μου ούτε στιγμήν θ' αφήσω·
     θα χάση και τον ύπνον του και την υπομονήν του·
     νυστάζει θα καλαναρχώ, πεινά θα 'ξαγορεύω·
     εις κάθε ομιλίαν του, εις κάθε πάτημά του
     θα χώνω και τον Κάσιον. Λοιπόν παρηγορήσου,
     αφού ο δικηγόρος σου καλλίτερ' αποθνήσκει,
     ή την υπόθεσιν αυτήν να μη σου την κερδίση.
 
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΟΘΕΛΛΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Κυρία, να ο στρατηγός.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Κυρία μου πηγαίνω.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Μείνε, ν' ακούσης τι θα 'πώ.
 
ΚΑΣΙΟΣ
 
     Κυρία, όχι τώρα·
     είμ' άνω κάτω· δεν τολμώ· τι να ειπώ δεν' ξεύρω.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ας ήναι· όπως αγαπάς.
 
(Αναχωρεί ο ΚΑΣΙΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
 
     Α! τούτο δεν μ' αρέσει.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι λέγεις, Ιάγο;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τίποτε. Ή, αν… Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτός, που τώρα έφευγε, ο Κάσιος δεν ήτο;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ο Κάσιος, αυθέντα μου! Α! όχι· δεν πιστεύω,
     ότι θα έφευγε κρυφά εκείνος, ωσάν κλέπτης,
     άμα σε είδε να φανής.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτός θαρρώ πως ήτο.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Καλώς τον άνδρα μου! Εδώ με ωμιλούσε κάποιος,
     οπού την χάριν του ζητεί, και είν' απελπισμένος
     διότι εψυχράθηκες μαζή του.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Και ποιος ήτο;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Ποιος ήτον; Ο υπασπιστής, ο Κάσιος! Καλέ μου,
     αν μ' αγαπάς, κι' ο λόγος μου έχη εμπρός σου χάριν,
     συγχώρησε το σφάλμα του και συμφιλιωθήτε.
     Διότι, αν δεν σ' αγαπά ειλικρινώς εκείνος,
     και αν αυτό που έτυχε δεν έγειν' άθελά του,
     δεν 'ξεύρω ποιος είν' ο καλός κι' ο τίμιος ποιος είναι.
     Παρακαλώ σε, κράξε τον οπίσω να γυρίση.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εκείνος έφευγ' απ' εδώ την ώραν οπού ήλθα;
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Εκείνος, βεβαιότατα· και τόσον πικραμένος,
     οπού εκόλλησα κ' εγώ απ' την 'δικήν του λύπην,
     και τον πονώ. Αγάπη μου, να έλθη μήνυσέ του.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Άλλην φοράν, γυναίκα μου γλυκειά μου· όχι τώρα.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Πλην γρήγορα;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Όσον 'μπορώ, αφού εσύ το θέλεις.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Απόψε εις το δείπνον μας;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Όχι απόψε, όχι.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     'Σ το γεύμα τότε, αύριον;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Δεν θα γευθώ μαζή σου·
     'ς το Κάστρον έχω να δεχθώ αξιωματικούς μου.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Λοιπόν το βράδυ αύριον; ή την αυγήν την Τρίτην;
     το μεσημέρι, ή αργά την Τρίτην; την Τετάρτην;
     Την ώραν προσδιόρισε, παρακαλώ· πλην όχι
     απ' την Τετάρτην ύστερα. Μετάνοιωσ' ο καϋμένος.
     Αλλά η αμαρτία του, όσον χωρεί ο νους μου,
     (εκτός οπού 'ς τον πόλεμον είναι ανάγκη, λέγουν,
     να γίνωνται παράδειγμα και οι καλλίτεροί μας),
     σφάλμα μου φαίνετ' ελαφρόν, και που αξίζει μόλις
     μίαν επίπληξιν κρυφήν. Πότε λοιπόν να έλθη;
     Λέγε, Οθέλλε. – Απορώ, κ' εντός μου εξετάζω,
     αν ήναι πράγμα, που εγώ να σ' αρνηθώ 'μπορούσα,
     ή καν να έχω δισταγμόν; Τι; τον Μιχάλην Κάσιον,
     που ήτο φίλος σου πιστός και ήρχετο μαζή σου
     'ς του έρωτός σου τον καιρόν, κι' αν σ' εκακολογούσα
     εκείνος πάντα έπαιρνε το μέρος σου; Και τώρα
     διά να έλθη να σ' ιδή να θέλη τόσον κόπον;
     Και ημπορούσα, πίστευσε…
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Παρακαλώ σε, φθάνει
     και δεν θ' αρνούμαι τίποτε. Ας έλθη όταν θέλη.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Μήπως μ' αυτό που σου ζητώ κάμνεις 'ς εμένα χάριν;
     Είναι ωσάν να γύρευα να μη κρυολογήσης,
     να βάλης το χειρόφτι σου, κάτι καλόν να φάγης,
     να κάμης κάτι δι' εσέ που θα σε ωφελήση.
     Εάν ποτέ ζητήσω τι διά να δοκιμάσω
     αλήθεια την αγάπην σου, θα σου ζητήσω πράγμα
     πολύ βαρύ και φοβερόν και μέγα να μου κάμης.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ποτέ μου δεν θα σ' αρνηθώ. Πλην κάμε μου την χάριν
     να με αφήσης μοναχόν, παρακαλώ, ολίγον.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Όχι να 'πώ; δεν γίνεται. Οθέλλε μου, πηγαίνω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ώρα καλή, γυναίκα μου. Τώρα θα έλθω μέσα.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Όταν και όπως αγαπάς· 'ς τους ορισμούς σου είμαι
     εις ό,τι κι' αν επιθυμής. – Ω Αιμιλία, έλα.
 
(Απέρχεται μετά της ΑΙΜΙΛΙΑΣ)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω πλάσμα μου εξαίσιον! Να κολασθή η ψυχή μου,
     εάν εγώ δεν σ' αγαπώ! Το παν θα ήναι χάος,
     αν η αγάπη μου ποτέ περάση.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στρατηγέ μου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι λέγεις, Ιάγο;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στρατηγέ, ο Μιχαήλ ο Κάσιος,
     'ς του έρωτός σας τον καιρόν, πριν να στεφανωθήτε,
     τα ήξευρε τα πράγματα;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Απ' την αρχήν 'ς το τέλος·
     τα πάντα τα εγνώριζε. Πλην το ερώτημά σου
     προς τι;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Προς ευχαρίστησιν απλώς των στοχασμών μου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Των στοχασμών σου; διατί; τι στοχασμών σου, Ιάγο;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Δεν ήξευρα ο Κάσιος πριν να στεφανωθήτε,
     αν την εγνώριζε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω, ναι! Και αναμεταξύ μας
     μας εχρησίμευσεν αυτός πολλαίς φοραίς.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αλήθεια!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αλήθεια! Ναι, αληθινά. Εις όλ' αυτά τι βλέπεις;
     Μη δεν τον έχεις τίμιον;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τίμιον, στρατηγέ μου;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τίμιον! Ναίσκε, τίμιον!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Απ' όσον τον γνωρίζω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ειπέ μου, τι στοχάζεσαι;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στοχάζομαι, αυθέντα;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Στοχάζομαι! – (Μα τον Θεόν, κατήντησε ηχώ μου,
     ωσάν να κρύπτη μέσα του κανέν φρικώδες τέρας,
     οπού να δείξη δεν τολμά!) – Τι έχεις εις τον νουν σου
     Τώρα σε ήκουσα εδώ να λέγης, «Δεν μ' αρέσει»,
     που έφευγεν ο Κάσιος. Τι πράγμα δεν σ' αρέσει;
     Κι' όταν σου είπα πως αυτόν τον είχα σύμβουλόν μου
     'ς του έρωτός μου τον καιρόν, Εφώναξες, «Αλήθεια!»
     κ' εσήκωσες το μέτωπον, κ' εσούφρωσες τα φρύδια,
     ωσάν να κρυφοέκλειες εις το μυαλόν σου μέσα
     καμμιάν ιδέαν τρομεράν! Αν θέλης το καλόν μου,
     τους στοχασμούς σου δείξε μου.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αυθέντα μου, το 'ξεύρεις
     αν σ' αγαπώ.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Με αγαπάς· ναι, Ιάγο, το πιστεύω.
     Και επειδή σε θεωρώ και τίμιον και φίλον,
     κ' ηξεύρ' ότι τα λόγια σου ζυγίζεις πριν λαλήσης,
     τρομάζω περισσότερον μ' αυτούς τους δισταγμούς σου.
     Εις ένα ψεύτην ποταπόν θα ήτο φυσικόν του
     αυτά τα πράγματα. Αλλά, όταν τα λέγη ένας,
     οπού γνωρίζει το σωστόν, είναι κατηγορίαι
     που να κρατήση δεν 'μπορεί κι' απ' την καρδιάν του 'βγαίνουν.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ως προς τον Κάσιον, εγώ τον όρκον μου τον παίρνω
     πως τον νομίζω τίμιον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Κ' εγώ αυτό νομίζω.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Μακάρι όπως φαίνονται οι άνθρωποι να ήσαν,
     ή να μη φαίνεται κανείς εκείνο που δεν είναι.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ναι· ό,τι φαίνεται κανείς και έπρεπε να ήναι.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Λοιπόν νομίζω τίμιος κι' ο Κάσιος να ήναι.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Όχι. Τα λόγια σου αυτά μου κρύπτουν κάτι άλλο.
     Ομίλει όπως ομιλείς 'ς τον λογισμόν σου μέσα·
     ειπέ μου ό,τι σου περνά από τον νουν, και δόσε
     'ς τους χειροτέρους στοχασμούς τας χειροτέρας λέξεις.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αγαπητέ μου στρατηγέ, 'ς αυτό συμπάθησέ με.
     Σου χρεωστώ υποταγήν εις κάθε τι, πλην όχι
     'ς εκείνο που ελεύθερος κι' ο κάθε σκλάβος είναι.
     Τους στοχασμούς μου να ειπώ; Καλά· και πού ηξεύρεις
     αν δεν ήν' άτοποι κ' αισχροί; Πού είναι το παλάτι,
     ειπέ μου, όπου κάποτε δεν χώνονται και λέραις;
     Ποια είν' η τόσον καθαρά καρδιά, οπού ποτέ της
     σκέψεις δεν κρύπτει βρωμεράς κι' αδίκους υποψίας,
     κοντά 'ς τους πλέον καθαρούς κ' εντίμους λογισμούς της;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τον αδικείς τον φίλον σου, ω Ιάγο, αν νομίζης
     πως άδικον τού έγεινε, και τους συλλογισμούς σου
     δεν του ξεμυστηρεύεσαι.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Θερμοπαρακαλώ σε!..
     Ο νους μου ίσως άδικα εις το κακόν πηγαίνει,
     διότι σου τ' ομολογώ, το φυσικόν μου είναι
     να ψεγαδιάζω πάντοτε, και κάποτε να θέλω
     ανύπαρκτα πταισίματα να βλέπω… Σ' εξορκίζω
     να μη πιστεύης ό,τι' πη ένας, που συνειθίζει
     να συμπεραίνη 'ς τα τυφλά· κι' από παρατηρήσεις,
     που έκαμα εδώ κ' εκεί αστόχαστα, μη πλάσης
     το βάσανόν σου μόνος σου. Δεν πρέπει, δεν αρμόζει
     ούτε 'ς την ευτυχίαν σου κ' εις την ανάπαυσίν σου,
     ούτε 'ς την τιμιότητα και εις την φρόνησίν μου
     τους λογισμούς μου να σου' πώ.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι έχεις εις τον νουν σου;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αυθέντα, όνομα καλόν, εις άνδρα ή γυναίκα,
     είναι το μόνον της ψυχής ατίμητον διαμάντι.
     Όποιος μου κλέψει το πουγγί, πράγμα μικρόν μου κλέπτει·
     κάτ' είναι, είναι τίποτε· το είχα, μου το πήραν
     εις χίλια χέρια 'πέρασε και θα ξαναπεράση.
     Πλην τ' όνομά μου το καλόν κανείς αν μου το κλέψη,
     μου παίρνει πράγμα, που αυτόν, τον κλέπτην, δεν
                                          [πλουτίζει,
     και με αφίνει πάμπτωχον εμένα, τον κλεμμένον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Από τον νουν τι σου περνά θέλω να μάθω.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Όχι·
     δεν ημπορείς, 'ς το χέρι σου κι' αν είχες την καρδιάν μου·
     κι' ούτε ποτέ θα δυνηθής, όσον εγώ την έχω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ Α!
ΙΑΓΟΣ
 
     Από ζήλειαν στρατηγέ, Θεός να σε φυλάγη!
     Αυτ' είναι η δρακόντισα η πρασινοματούσα,
     που μέσα εις τα σπλάγχνα της ευρίσκει την τροφήν της19.
     Ευτυχισμένην ζη ζωήν ο γελασμένος άνδρας,
     που την κυράν δεν αγαπά, κ' ηξεύρει τι παθαίνει.
     Αλλά τι κόλασιν περνά εκείνος, ο οποίος
     έχ' υποψίαν κι' αγαπά, λατρεύει κι' αμφιβάλλει.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω συμφορά!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ο πάμπτωχος αλλ' ευχαριστημένος,
     βαθύπλουτος, υπέρπλουτος εκείνος είναι. Όμως
     τα πλούτη τ' αναρίθμητα πτώχεια και πάγος είναι,
     'ς εκείνον που αιώνια φοβείται μη πτωχεύση.
     Να με φυλάγη ο Θεός, και όλην την φυλήν μου,
     από την ζήλειαν!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πλην προς τι, προς τι μου λέγεις τούτα;
     Νομίζεις ότι δύναμαι να ζήσω με την ζήλειαν;
     με καθ' αλλαξοφεγγαριάν να έχω νέους φόβους;
     Α! όχι. Φθάνει μιαν φοράν να λάβω υποψίαν,
     κι' αμέσως εσχημάτισα και την απόφασίν μου.
     Ειπέ με τράγον, αν μ' ιδής να τρέφω την ψυχήν μου
     μ' αυτάς τας υποψίας σου τας παραφουσκωμένας
     και με τους φόβους σου. Εγώ δεν γίνομαι ζηλιάρης
     αν ήναι η γυναίκα μου ωραία, ή αν βλέπω
     πως αγαπά την συντροφιάν και τας διασκεδάσεις,
     ότι χορεύει, τραγουδεί, κι' αρέσει ομιλίας.
     Αυτά είν' όλα αρεταί 'ς ενάρετην γυναίκα.
     Πλην και τα ελαττώματα που έχω δεν με κάμνουν
     να φοβηθώ μην ήλλαξε· διότι 'μάτια είχε
     και μ' είδε, και μ' εδιάλεξε. Α! Όχι, Ιάγο. Θέλω
     πριν αμφιβάλω να ιδώ· αν αμφιβάλω, θέλω
     απόδειξιν και αν πεισθώ, τότε μου φθάνει τούτο!
     Εις το καλόν διά μιας και ζήλεια και αγάπη!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τώρα σ' αρέσω. Κ' ημπορώ να σ' αποδείξω τώρα,
     χωρίς διόλου δισταγμόν, τι σέβας και φιλίαν
     τρέφω προς σε, ω στρατηγέ. Λοιπόν, αφού το θέλεις
     σου λέγω ό,τι μου περνά. – Απόδειξιν δεν έχω,
     πλην βλέπε την γυναίκα σου. Να την παρατηρήσης
     πώς είναι με τον Κάσιον. Έχ' ανοικτά τα 'μάτια,
     μη διά ζήλειαν έτοιμα, πλην ούτε ξεννοιασμένα.
     Δεν θέλω η ευγενική κ' ειλικρινής ψυχή σου
     απ' άκραν καλοσύνην σου να γελασθή. – Φυλάξου!
     Εσπούδασα πολύ καλά του τόπου μας τα ήθη.
     Τα κρύπτουν απ' τον άνδρα των, κι' ο κόσμος ας τα βλέπη,
     τ' αναίσχυντα καμώματα· η δε μεγάλη τέχνη
     είν' όχι να μη γίνωνται, αλλά πώς να τα κρύπτουν.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Νομίζεις;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τον πατέρα της 'γελούσε και σ' επήρε·
     κι' απ' ένα μέρος έκαμνε, ότι σε τρέμει τάχα,
     ότι φοβείται να σ' ιδή, κι' απ' τ' άλλο σ' αγαπούσε.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αληθινά· το έκαμνε.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Λοιπόν, τι περιμένεις;
     Αν να καμόνεται αυτά 'μπορούσε, τόσον νέα,
     και του πατρός της ήξευρε τα 'μάτια να τα κλείση
     τόσον καλά… ενόμιζε πως ήσαν όλα μάγια… 20
     Πλην είμαι ασυγχώρητος, και να με συμπαθήσης
     διά την αφοσίωσιν που σ' έχω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Διά βίου
     σου είμ' υπόχρεως.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τον νουν σ' ετάραξα ολίγον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ούτ' ένα ιώτα· τίποτε.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Σ' ετάραξα φοβούμαι.
     Ελπίζω να ενόησες, ότι αυτά τα λέγω
     μόνον διότι σ' αγαπώ. Πλην είσαι συγχυσμένος·
     το βλέπω. Χρέος θεωρώ να σε παρακαλέσω
     τα λόγια μου εις κίνημα κανέν να μη σε φέρουν·
     μη λησμονής, ότι αυτά δεν είναι τίποτ' άλλο
     πλην μόνον υποψίαι μου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω! έννοια σου.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αλλέως,
     θα έχουν αποτέλεσμα κακόν και σιχαμένον,
     που δεν το έβαζα 'ς τον νουν. Είναι καλός μου φίλος
     ο Κάσιος. – Αυθέντα μου, σε βλέπω συγχυσμένον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Όχι, δεν εσυγχύσθηκα πολύ. Δεν το πιστεύω,
     ότι πιστή κ' ενάρετη δεν είν' η Δυσδαιμόνα.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Χρόνους πολλούς να ζη πιστή, και συ να το πιστεύης.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Και όμως, πώς παραστρατεί η φύσις!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Να ο φόβος!
     Αυτό δα είναι το κακόν! Διότι, μη προς βάρος,
     το ν' αρνηθή τόσους γαμβρούς οπού την εζητούσαν
     του τόπου της, του γένους της, της καταστάσεώς της,
     πράγματα όλα ταιριαστά και που τα θέλ' η φύσις…
     φούχι! Αυτό σιχαμεραίς ορέξεις μου μυρίζει
     κ' αισχρά επιθυμήματα, και στοχασμούς ατόπους…
     Πλην σου ζητώ συμπάθειον· δεν λέγω δι' εκείνην
     ότι θα κάμη και καλά τα ίδια· μολονότι
     ο φόβος είναι μη στραφή 'ς τα παλαιά ο νους της,
     και με τους συντοπίτας της αρχίση να συγκρίνη
     τον άνδρα που εδιάλεξε, και να μετανοήση.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ώρα καλή. Να μου ειπής εάν ιδής και άλλο.
     Και βάλε την γυναίκα σου να την παραμονεύη.
     Τώρ' άφησέ με.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στρατηγέ, 'ς τους ορισμούς σου είμαι.
 
(Αποσύρεται)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι την εστεφανώθηκα; Ω! το καταλαμβάνω,
     αυτός ο νέος ο καλός και είδε και ηξεύρει
     πολλά, και περισσότερα από αυτά που λέγει.
 
ΙΑΓΟΣ (επιστρέφων)
 
     Να σ' εξορκίσω, στρατηγέ, τολμώ, αυτό το πράγμα
     να μείνη τώρα ως εδώ. Μη το παρασκαλίζης.
     Περίμενε και πρόσεχε. Μη βία. Αν και πρέπη
     την θέσιν του ο Κάσιος και πάλιν να την λάβη, —
     διότι είναι ικανός κι' αξίζει να την έχη, —
     αν αγαπάς, μου φαίνεται καλόν να τ' αναβάλης,
     ώστε να λάβης αφορμήν να τον παρατήρησης
     κ' εκείνον και τους τρόπους του. Την προσοχήν σου έχε·
     αν η γυναίκα σου ζητή να λάβη τον βαθμόν του,
     με ζωηρότητα πολλήν κι' ανυπομονησίαν,
     από αυτό θα φωτισθής πολύ. Αλλ' εντοσούτω,
     μη βάζης βάσιν, στρατηγέ, 'ς τους ιδικούς μου φόβους,
     καθώς ελπίζω 'ς τον Θεόν ότι δεν έχουν βάσιν,
     και άφησέ την ήσυχην εκείνην. Σ' εξορκίζω!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ησύχασε· θα κρατηθώ.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Σε προσκυνώ και πάλιν.
 
(Αναχωρεί.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αυτός ο άνθρωπος πιστός και τιμημένος είναι,
     κ' ηξεύρει να παρατηρή με γυμνασμένον 'μάτι
     τ' ανθρώπινα καμώματα. – Εάν την πιάσω ψεύτραν,
     την αλυσίδα που μ' αυτήν με δένει θα την κόψω,
     κι' αν μου κοπή και η καρδιά μαζή, και θα την 'ρίξω
     εις τ' ανεμογυρίσματα της Τύχης! 21 Μήπως είναι
     διά το μαύρον χρώμα μου; 22 Ή επειδή μου λείπει
     η γλώσσα και το φέρσιμον των δουλομαθημένων;
     Ή επειδή κατηφορώ 'ς των χρόνων την κοιλάδα;
     Κι' αρκεί αυτό; Με απατά! Και άλλο δεν μου μένει,
     παρά να την σιχαίνωμαι! Ω βάσανον του γάμου!
     Αυτά τα πλάσματα κανείς να τα θαρρή 'δικά του,
     και όμως η αγάπη των 'δική του να μην ήναι!
     Χίλιαις φοραίς καλλίτερα να ήμουν μολυντήρι 23
     κ' εις τα υγρά μιάσματα μιας φυλακής να 'ζούσα,
     παρά εις ό,τι αγαπώ, εγώ ν' αφίνω άλλον
     και μίαν τρίχα να χαρή! Ιδού· αυτά παθαίνουν
     οι άρχοντες! Καλλίτερα περνούν οι τιποτένιοι.
     Αλλά την Μοίραν δεν 'μπορεί κανείς να την ξεφύγη.
     Τα κέρατα 'ς το μέτωπον εκείνη μας χαράζει
     από την πρώτην μας στιγμήν!.. Ιδού η Δυσδαιμόνα.
 
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και η ΑΙΜΙΛΙΑ)
 
Αν μ' απατά!.. Τότ' ο Θεός γελά τον εαυτόν του!
Δεν το πιστεύω!
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Άνδρα μου, τι έγεινες; Το γεύμα
     και οι προσκαλεσμένοι σου νησιώται σε προσμένουν.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Πταίω εγώ.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Τι έπαθες; τι τρέμει η φωνή σου;
     Καλά δεν είσαι;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Με πονεί εδώ, – το μέτωπόν μου.
 
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
 
     Είναι διότι 'ξαγρυπνάς. Θα σου περάση τώρα.
     Να σου το δέσω άφησε σφικτά. Θα σε περάση
     αμέσως.
 
(Προτείνει να του δέση την κεφαλήν.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Το μαντίλι σου είναι μικρόν δεν φθάνει.
 
(Το ρίπτει καταγής.)
 
Παραίτησέ το· έννοια σου. Έλα μαζή μου μέσα.
 
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, και η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Η ΑΙΜΙΛΙΑ λαμβάνει εις χείρας το πεσόν χειρόμακτρον.)
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Καλά οπού μου έτυχε να εύρω το μαντίλι·
     το πρώτον δώρον είν' αυτό που έλαβ' απ' τον Μαύρον.
     Ο άνδρας μ' ο παράξενος χίλιαις φοραίς μου είπε
     να της το κλέψω και καλά. Πλην τ' αγαπά εκείνη,
     διότι της εσύστησε ποτέ να μη το χάση·
     το αγαπά και πάντοτε επάνω της το έχει,
     και το φιλεί, και του λαλεί. Το σχέδιον θα πάρω,
     να κάμω απαράλλακτον μ' αυτό, να του το δώσω.
     Τι να το θέλη; Ο Θεός (κι' όχι εγώ) το ξεύρει.
     Αλλά την φαντασίαν του ας την ευχαριστήσω.
 
(Εισέρχεται ο ΙΑΓΟΣ.)
ΙΑΓΟΣ
 
     Α! είσαι συ; Τι γίνεσαι; Κάτι εδώ μονάχη;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Μη γρύναις σε παρακαλώ, και θα σου δώσω κάτι…
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Εσύ εμένα; Από σε δεν περιμένω άλλο
     παρά..
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Παρά;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Λόγια κουτά.
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Έχεις να' πης και άλλο;
     Τι δίδεις, αν σου έφερα εκείνο το μαντίλι …
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ποίον μαντίλι;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Ποίον, αι; Εκείνο το μαντίλι,
     το πρώτον πρώτον χάρισμα που έδωσε ο Μαύρος
     'ς την Δυσδαιμόναν, και που συ τόσαις φοραίς μου είπες
     να της το κλέψω.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Το 'κλεψες;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Το άφησε να πέση,
     κ' εκεί ευρέθηκα κοντά και το επήρα. Να το·
     το βλέπεις;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Δος μου το εδώ. Ιδού καλή γυναίκα!
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Τι θα το κάμης; Διατί τόσον πολύ το θέλεις,
     που να το κλέψω μ' έβαζες;
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Δος μου το.
 
(Το αρπάζει εκ των χειρών αυτής.)
 
Τι σε μέλει;
 
ΑΙΜΙΛΙΑ
 
     Εάν δεν ήναι σοβαρός ο λόγος που το θέλεις,
     δος μου το 'πίσω. Η πτωχή! Ο νους της θα της φύγη
     όταν ιδή πως το 'χασε.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Να κάμης πως δεν 'ξεύρεις
     πού είναι. Μου χρειάζεται. Τραβήξου. Άφησέ με.
 
(Απέρχεται η ΑΙΜΙΛΙΑ.)
ΙΑΓΟΣ
 
     Θα' πάγω εις τον Κάσιον ν' αφήσω να μου πέση,
     και να το εύρη έπειτα εκείνος το μαντίλι.
     Του ψύλλου τα πηδήματα 'ς εκείνον που ζηλεύει
     του φαίνοντ' ευαγγέλια, τεκμήρια τα έχει.
     Κάτι θα έβγη απ' αυτό. Εις την ψυχήν του Μαύρου
     δουλεύει το φαρμάκι μου κ' έγεινε άλλος τώρα.
     Είναι οι μαύροι στοχασμοί αληθινόν φαρμάκι·
     Όποιος το πίνει, 'ς την αρχήν την πίκραν δεν την νοιώθει·
     πλην όταν φθάση και χυθή 'ς το αίμα του ανθρώπου,
     ωσάν θειάφι την καρδιάν την καίει. – Δεν το είπα;
 
(Έρχεται μακρόθεν ο ΟΘΕΛΛΟΣ.)

Έρχεται. – Ούτ' η θερειακή, ούτε ο μανδραγόρας, ούτ' όλα τα υπνωτικά και ιατρικά του κόσμου δεν ημπορούν πλέον ποτέ τον ύπνον να σου δώσουν, που χθες γλυκοκοιμήθηκες.

ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω! Άπιστη 'ς εμένα!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Μη, στρατηγέ· ησύχασε και άφησέ τα τώρα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τραβήξου! Φύγε! Μ' έβαλες 'ς τον φάλαγγα επάνω!
     Καλλίτερα κανείς πολύ να ήν' απατημένος,
     παρά να υποπτεύεται ολίγον.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στρατηγέ μου!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Τι μ' έμελαν οι έρωτες που μ' έκλεπτεν εμένα;
     Δεν έβλεπα, δεν ήξευρα, αλλά και δεν 'πονούσα.
     Καλά 'κοιμούμουν, έτρωγα, 'γελούσα, κ' ευθυμούσα.
     Εκείνος που τον έκλεψαν, ενόσω δεν γνωρίζει
     ότι του έγεινε κλοπή, κλεμμένος δεν λογιέται.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Πολύ με κακοφαίνεται ν' ακούω τέτοια λόγια.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μακάρι όλη η φρουρά κ' οι στρατιώται όλοι
     το εύμορφόν της το κορμί να είχαν δοκιμάσει,
     κ' εγώ να μη το ήξευρα μονάχα! – Τώρα 'πάγει,
     'πάγει ο ήσυχός μου νους και η ανάπαυσίς μου,
     και των πολέμων η βοή, και των σπαθιών η λάμψις,
     και όσα κάμνουν αρετήν τον έρωτα της δόξης!
     'Παν τ' άλογα που χλημηντρούν, κι' ο ήχος των σαλπίγγων,
     τα τύμπανα οπού καρδιάν 'ς τους στρατιώτας δίδουν,
     και το παγιαύλι που τ' αυτιά ξεσχίζει, κ' αι σημαίαι,
     κι' όλ' η χαρά, και η πομπή, κ' η δόξα του πολέμου!
     Και σεις θανάτου μηχαναί που με τον λάρυγγά σας
     του αθανάτου του Διός τους κεραυνούς μιμείσθε!
     'Παν όλα! Τώρα τίποτε δεν μέλει τον Οθέλλον!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Τι λέγεις; Είναι δυνατόν, ω στρατηγέ;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αχρείε!
     Σε θέλω την γυναίκα μου να μου την δείξης πόρνην!
     Θέλω απόδειξιν να ιδούν τα 'μάτια μου! Ακούεις;
 
(Τον αρπάζει από τον λαιμόν)

Αλλέως, μα την άπλαστην ψυχήν μου, θα σε κάμω να προτιμάς καλλίτερα να ήσουν ένας σκύλος, ή 'ς την οργήν που 'ξύπνησες νάχης να δώσης λόγον!

ΙΑΓΟΣ
 
     Εις τούτο κατηντήσαμεν λοιπόν;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Να μου το δείξης!
     Κι' αν δεν το ιδώ, τουλάχιστον απόδειξιν να φέρης,
     αλλά χωρίς χαραγματιάν, ή άνοιγμα, ή τρύπαν
     απ' την οποίαν να χωρή καμμιά αμφιβολία!
     Ακούεις; ή άλλοίμονον 'ς εσένα!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Στρατηγέ μου!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Εκείνην αν συκοφαντής κ' εμένα βασανίζης,
     μη κάμης πλέον προσευχήν, συνείδησιν μην έχης,
     ταις φρίκαις όλαις σώρευσε 'ς την κεφαλήν της φρίκης
     κάμε την γην να 'ξιππασθή, τον ουρανόν να κλαίη,
     διότι τότε ξεπερνάς τον Άδην, κολασμένε!
 
(Απολύει τον ΙΑΓΟΝ απωθών αυτόν.)
ΙΑΓΟΣ
 
     Καλέ! Θεέ μου φύλαγε! Τι πράγμα! Άνδρας είσαι;
     Ψυχήν δεν έχεις, ούτε νουν; Α! ο Θεός μαζή σου.
     Να σε δουλεύω έπαυσα. – Ανόητος που είμαι!
     Να! Έχε τιμιότητα, να σου την κάμνουν κρίμα.
     Ο κόσμος είν' αλλόκοτος! Ο κόσμος ας το μάθη,
     δεν ωφελεί να ήναι τις και τίμιος και ίσιος.
     Το μάθημα μ' ωφέλησε. Δεν θέλω πλέον φίλον,
     αφού με τόσην προσβολήν πληρόνετ' η φιλία.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μη φεύγης. Όχι. Τίμιος πρέπει να ήσαι, Ιάγο.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Θα ήμαι μόνον γνωστικός. Η τιμιότης τρέλλα,
     και χάνεται ο κόπος της.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Μα τον Θεόν, πιστεύω
     πως είναι η γυναίκα μου πιστή, και πως δεν είναι.
     Πιστεύω τίμιος εσύ πως είσαι, και δεν είσαι.
     Θέλω σημάδι να ιδώ! – Το όνομά μου ήτον 24
     λευκόν 'σάν της Αρτέμιδος την όψιν, κ' είναι τώρα
     κατάμαυρον και σκοτεινόν ωσάν το πρόσωπόν μου! —
     Σκοινί αν έχη, ή φωτιάν, μαχαίρι ή φαρμάκι,
     ή ποταμούς και πνίξιμον, δεν θα το υποφέρω!
     Θέλω να το βεβαιωθώ.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Σε τρώγ' η ζήλεια βλέπω.
     Πολύ λυπούμαι, στρατηγέ, αν σ' έδωσα αιτίαν.
     Ήθελες να βεβαιωθής.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ήθελα; Όχι. Θέλω!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Και ημπορείς. Άλλ' όμως πώς; πώς να σε βεβαιώσω;
     Τι θέλεις; Απ' επάνω των να βλέπης και να χάσκης;
     Να τους ιδής να…
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Θάνατος και Κόλασις!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Νομίζω
     ότι θα ήναι δύσκολον αυτό να σου το δείξω.
     Τι διάβολον! Πώς γίνεται ν' αφήσουν άλλα 'μάτια
     τα μυστικά των να ιδούν και τα καμώματά των;
     Λοιπόν τι θέλεις; Τι να 'πώ; Πώς να σε καταπείσω;
     Είναι αδύνατον αυτό να το ιδής, κι' αν ήσαν
     ωσάν τους τράγους βιαστικοί, ζεστοί 'σάν τους πιθήκους,
     ή λυσασμένοι κι' άγριοι 'σάν λύκοι, ή κι' αν ήσαν
     κτήνη χονδρά, 'σάν άνθρωπον κουτόν αφού μεθύση.
     Αν όμως συμπεράσματα και πειστικά σημάδια
     που οδηγούν ολόισια 'ς την θύραν της αλήθειας
     είν' αρκετά, τότ' ημπορώ αυτά να σου τα δείξω.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Σημάδι της απάτης της, που να φωνάζη, θέλω!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Α! τούτο το υπούργημα διόλου δεν μ' αρέσει.
     Αλλ' όμως αφού έγεινε κ' έως εδώ εμβήκα,
     από ανοησίαν μου κι' από πολλήν φιλίαν,
     ας ήναι. – Με τον Κάσιον επλάγιασα εσχάτως·
     αλλ' επειδή πονόδοντος φρικτός μ' ετυραννούσε,
     ολόνυκτα 'ς το πλάγι του δεν έκλεισα το 'μάτι.
     Είν' άνθρωποι που την ψυχήν τόσον ρηχά την έχουν,
     πού ό,τι έχουν εις τον νουν, 'ς τον ύπνον το φωνάζουν.
     Ο Κάσιος είν' απ' αυτούς. Εκεί πού εκοιμάτο
     τον ήκουσα που έλεγε: «Γλυκειά μου Δυσδαιμόνα!
     τον έρωτά μας πρόσεχε κανείς να μη τον 'νοιώση.»
     Και ύστερα μου ήρπασε και μ' έσφιγγε το χέρι
     κ' εφώναζε: Αγάπη μου! – και μ' εθερμοφιλούσε,
     'σάν νάθελ' απ' τα χείλη μου φιλιά να ξερριζώση.
     Κ' εκεί μ' εσφικταγκάλιασε κ' εστέναξε, και είπε:
     Κατηραμέν' η Μοίρα σου που σ' έδωκε 'ς τον Μαύρον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω φρίκη, φρίκη!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Πλην αυτό εις τ' όνειρόν του ήτο.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αλλ' όμως είν' ενθύμησις πραγμάτων περασμένων,
     κι' ας ήναι όνειρον. Πολύ, πάρα πολύ σημαίνει.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Και ίσως κι' άλλα πράγματα μ' αυτό ξεκκαθαρίσουν,
     που τώρα φαίνονται θολά.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Θα την καταξεσχίσω!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Μη! Έχε γνώσιν. Τίποτε δεν είδαμεν ακόμη,
     και ίσως δεν σου έπταισεν εκείνη. – Δεν μου λέγεις,
     είδες ποτέ σου να κρατή 'ς το χέρι της μαντίλι,
     που έχει χαμοκέρασα 'ς ταις άκραις κεντημένα;
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Της το εχάρισα εγώ. Το πρώτον χάρισμά μου.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αυτό δεν το εγνώριζα· πλην με μαντίλι τέτοιον
     (και είμαι βεβαιότατος της γυναικός σου ήτο),
     τον Κάσιον τα γένεια του τον είδα να σκουπίζη.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Αν ήν' αυτό!..
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Αν ήν' αυτό ή άλλο ιδικόν της,
     τότ' εναντίον της λαλεί κι' αυτό κοντά εις τ' άλλα.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω! Διατί χίλιαις ζωαίς ο σκύλος να μην έχη!
     Η μία μόνη δεν αρκεί εις την εκδίκησίν μου!
     Α! Τώρα την αλήθειαν την βλέπω, Ιάγο!..Ιάγο,
     ιδέ με· εις τον άνεμον πετώ τον ερωτά μου.
     Επέρασε. – Απ' τα βαθειά του άδου έλα τώρα
     μαύρη Εκδίκησις! Και συ Αγάπη, εις το Μίσος
     παράδοσε τα στέφανα και το θρονί που είχες
     εις την καρδιάν μου. Φούσκωσε και συ βαρύ μου στήθος,
     κ' είσαι γεμάτον έχιδναις!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ησύχασε ολίγον.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ω! αίμα! αίμα! αίματα!
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Ησύχασε ολίγον.
     Ίσως αλλάξ' η γνώμη σου.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Ποτέ! ποτέ μου, Ιάγο!
     Ωσάν του Πόντου το γοργόν και παγωμένον ρεύμα,
     οπού αιώνια κυλά 'ς την Προποντίδα κάτω
     κ' εις τον Ελλήσποντον, χωρίς να οπισθοδρομήση,
     και η 'δική μου η οργή παρόμοια θα τρέξη
     χωρίς ποτέ της να σταθή κι' οπίσω να κυττάξη,
     χωρίς ποτέ να ξαναϊδή του έρωτος γαλήνην!
     Ποτέ, – ως που την δίψαν της βαθειά να την χορτάση
     με φοβεράν εκδίκησιν!
 
(Γονατίζει)
 
Ιδού οπού τ' ομνύω, κ' οι μαρμαρένιοι Ουρανοί επάνω 'κει ας ήναι οι μάρτυρες του όρκου μου.
 
ΙΑΓΟΣ (γονατίζων)
 
     Μη σηκωθής ακόμη. —
     Ω φώτα, σεις που λάμπετε αιώνια επάνω,
     και σεις ολόγυρα 'ς την γην αόρατα στοιχεία,
     να ήσθε μάρτυρες! Ιδού, εδώ αφιερόνει
     ο Ιάγος σώμα και ψυχήν, νουν και καρδιάν και χέρι
     εις του Οθέλλου την τιμήν κ' εις την εκδίκησίν του!
     Ας διατάξη! πρόθυμος εγώ θα υπακούσω,
     ό,τι κι' αν ήν' η προσταγή· και σκοτωμός να ήναι!
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Την θέλω την αγάπην σου· και το ευχαριστώ μου
     δεν είναι λόγια. Δέχομαι το φιλικόν σου τάγμα,
     κι' αμέσως τώρα σου ζητώ να μου το ξεπληρώσης.
     Εις τρεις ημέραις απ' εδώ, ν' ακούσω να μου λέγης
     ότι ο Κάσιος δεν ζη.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Θα γείνη όπως θέλεις·
     απέθανε ο φίλος μου· αλλά – ας ζη εκείνη.
 
ΟΘΕΛΛΟΣ
 
     Η βρώμα, η αναίσχυντη! Κατάρα να την εύρη!
     Έλα μαζή μου. Ήθελα τρόπον ταχύν να εύρω
     τον δαίμονα τον εύμορφον αυτόν να τον σκοτώσω.
     Έλα· πηγαίνωμεν. Εσύ εις το εξής θα ήσαι
     υπασπιστής μου.
 
ΙΑΓΟΣ
 
     Εις ζωήν και θάνατον 'δικός σου.
 
(Απέρχονται)
17.Συνειθίζεται εισέτι, κατ' Άγγλον σχολιαστήν, είς τινας των αρκτικών της Αγγλίας επαρχιών κατά τας νυκτερινάς συναυλίας (waits), αφού οι μουσικοί παιανίσωσι, ν' ανακράζωσι «Καλή ημέρα κύριε ή κυρία δείνα.» Εις δε το επιφώνημα τούτο προσθέτουσι και την ώραν, και οποίος είναι ο καιρός. Φαίνεται, ότι και έκτοτε επεκράτει η συνήθεια αύτη εις την πατρίδα του ποιητού. Μετεχειρίζοντο δε τότε εις τας τοιαύτας συναυλίας αυλούς (hautboys), όργανα άτινα «φυσούν αέρα.»
18.Ενταύθα γίνεται λογοπαίγνιον επί των λέξεων tale και tail, μη μεταφράσιμον και τούτο.
19.which doth make the meat it feeds on.
  Ότι ο ζηλότυπος εφευρίσκει αφορμάς προς ζηλοτυπίαν.
20.«Οι συλλογισμοί ούτοι του Ιάγου είναι άξιοι παρατηρήσεως. Το ψεύδος και ο δόλος όσω και αν κατά το φαινόμενον παράσχωσιν ωφέλειαν επί τινα καιρόν, επί τέλους αντί να προάξωσι παρεμποδίζουσι την ευτυχίαν του προσφεύγοντος εις ταύτα. Αυτοί οι εκ του ψεύδους ωφελούμενοι δυσπιστούσι προς τον ψευδόμενον, το δε ψεύδος καταστρέφει την εμπιστοσύνην και ότε είναι τούτο αγάπης απόρροια και απόδειξις. Τούτο δ' εφαρμόζεται εν μέρει και επί συνοικεσίων αναρμόστων, άτινα γίνονται εξ απερισκέπτου γενναιοφροσύνης. Αφού παρέλθη η πρώτη του έρωτος ορμή, επέρχεται η υποψία. Αι δε ορμητικαί εκείναι ροπαί, αφ' ων το πρώτον επήγασε σφάλμα, φέρουσιν εις νέα λάθη, και οι δείξαντες ότι δεν έχουσι την απαιτουμένην φρόνησιν προς χαλίνωσιν των παθών αυτών θα υποπέσωσιν εις την κατηγορίαν, ότι δεν έχουσι και την απαιτουμένην αρετήν, όπως νικήσωσι τα πάθη ταύτα. » Johnson.
21.Eνταύθα η παρομοίωσις του κειμένου βασίζεται επί εκφράσεων και όρων αναγομένων εις την ιερακοτροφίαν. Η ακριβολογία περί την μετάφρασιν του χωρίου τούτου, δεν ήθελε βοηθήσει τον Έλληνα αναγνώστην προς κατάληψιν της ιδέας του ποιητού, όστις συχνάκις ποιείται χρήσιν τοιούτων εικόνων. Ούτω και η Ιουλιέτα ήθελε να έχη την φωνήν του ιερακοτρόφου, όπως προσκαλέση οπίσω τον ωραίον αυτής ιέρακα. Και οι ημέτεροι δε ποιηταί, οι γράψαντες καθ' ην εποχήν η διά των ιεράκων θήρα ήτο εν χρήσει, συχνάκις αναφέρουσι τους ιέρακας εις τα στιχουργήματα αυτών. Ούτως ο Ερωτόκριτος εξέρχεται
  κάθε αυγή και κάθ' αργά 'ς τ' άλογο καβαλλάρης, και με γεράκια και σκυλιά, σαν νάτον κυνηγάρης.
  Και εν τη Βυζαντινή δ' εποποιία του Διγενούς Ακρίτα, τη εσχάτως εν Παρισίοις υπό των κ. κ. Σάθα και Legrand δημοσιευθείση, ο πενθερός του Ακρίτα τω προσφέρει μεταξύ άλλων δώρων και «ιέρακας καν δώδεκα μουτάτους.» (στ: 1,395). Άλλως τε εις τους Βυζαντινούς οφείλεται και τούτο το συμπλήρωμα του μεσαιωνικού της Δύσεως πολιτισμού. Ο Jean de Francières ο κατά τον 15ον αιώνα πρώτος γράψας γαλλιστί συστηματικόν ιερακοσόφιον, ομολογεί εν προοιμίω, ότι συνέγραψε τούτο επί τη βάσει του Ελληνικού ιερακοσοφίου του Αγαπητού Κασσιανού. Ο Ρόδιος ούτος διετέλεσε ιερακοτρόφος των μεγάλων Μαγίστρων του εν τη πατρίδι αυτού άρχοντος τότε τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. (Ίδε Σάθα, Νεοελληνικήν φιλολογίαν, σελ: 109.) Δεν είναι δε, ως φαίνεται, ο Κασσιανός ο μόνος συγγραφεύς ιερακοσοφίων Έλλην. Παρά του Κου Σάθα πληροφορούμαι, ότι διεσώθησαν πολλά χειρόγραφα Βυζαντινών τοιούτων ιερακοσοφίων, άτινα ούτε εδημοσιεύθησαν, ούτε εξητάσθησαν μέχρις ώρας.
22.Πολλά εγράφησαν περί του χρώματος του Οθέλλου. Το επίθετον χειλάς (thick-lips), διά του οποίου χαρακτηρίζει αυτόν ο Ροδερίκος, ενισχύει προ πάντων τους θέλοντας να παραστήσωσι αυτόν ως καθ' εαυτό Αιθίοπα. Εξ άλλου, η λέξις Μoor, Μαύρος, ισοδύναμος προς το Άραψ ή Μαυριτανός, υποβοηθεί τους διεκδικούντας την καλαισθησίαν της Δυσδαιμόνας και μη ανεχομένους, ότι ο τοσούτον εις εκείνην εμπνεύσας έρωτα ηδύνατο να έχη γνησίαν Αιθίοπος μορφήν. Μεταξύ των τελευταίων τούτων συγκαταριθμείται ο Γάλλος μεταφραστής Francois Victor Hugo, όστις ανακράζει μετ' αγανακτήσεως:
  «Όχι! Ό,τι και αν λέγωσιν οι επικριταί εν »Γερμανία και εν Αμερική, δεν ήτο Αιθίοψ ο εραστής της »θυγατρός των Δογών. Επί της ευγενούς του Οθέλλου όψεως »ο Σαικσπείρος επέρριψε το χρώμα της δείλης, ουχί το της »νυκτός!»
23.Η έλλειψις ιδίας λέξεως εν τη κοινή (ή η άγνοιά μου λέξεως τοιαύτης) προς διάκρισιν του φρύνου από του βατράχου, έστω η δικαιολόγησίς μου δια την ληφθείσαν ενταύθα ελευθερίαν, του να μεταβάλω εις σαύραν τον φρύνον.
24.Το όνομά μου. Αι πλείσται των νεωτέρων εκδόσεων (λέγει Άγγλος σχολιαστής) φέρουσι: το όνομά της: her name. Αλλ' η τοιαύτη του κειμένου γραφή αντίκειται εις την αληθή του χαρακτήρος του Οθέλλου αντίληψιν. Το αίσθημα της τιμής τω αποκαθιστά αφόρητον την υποψίαν, ότι η σύζυγος αυτού είναι ένοχος. Ουχί της Δυσδαιμόνας το όνομα, αλλά το ιδικόν του αμαυρούται και εξευτελίζεται. Το αίσθημα τούτο, πρώτον ήδη ενταύθα υποδεικνύμενον, επικρατεί μέχρι τέλους, ότε αληθώς λέγει, ότι ουδέν έπραξεν εκ μίσους αλλά τα πάντα υπέρ της τιμής.
  For nought I did in hate, but all in honour.
  Αναλογιζόμενος ότι το άσπιλον αυτoύ όνομα εμολύνθη, παραφέρεται υπό ακρατήτου μανίας. Εζήτει απόδειξιν. Ότε δε πείθεται, ότι ητιμάσθη, γίνεται άλλος εξ άλλου..
  If there be cords, or knives, poison, or fire, or suffocating streams, I' ll not endure it.
Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
13 ekim 2017
Hacim:
150 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain

Bu kitabı okuyanlar şunları da okudu